Τα τρία χριστιανικά κοιμητήρια στη δυτική νεκρόπολη της Θεσσαλονίκης

Έχουμε μιλήσει για τα νεκροταφεία των κοινοτήτων της παλιάς Θεσσαλονίκης. Η περιοχή εκτός των ανατολικών τειχών ήταν ένας απέραντος κοιμητηριακός χώρος.
Η ορθόδοξη χριστιανική κοινότητα διέθετε δύο νεκροταφεία. Στα ανατολικά βρισκόταν το παλιό ορθόδοξο, το οποίο εξαφανίστηκε από προσώπου γης τη δεκαετία του 1870. Στη θέση του, αλλά όχι σε όλη του την έκταση, φτιάχτηκε το νεκροταφείο της Ευαγγελίστριας.

Διαβάστε τη συνέχεια…

Η Τούμπα πάνω από το Σιντριβάνι – τόπος μαρτυρίων και εκτελέσεων

Ο Κώστας Τομανάς, μέσα από το βιβλίο του για τα καφενεία της παλιάς Θεσσαλονίκης, παραδίδει την εξής πληροφορία:
Πολλά χρόνια προτού εξωραϊστεί η περιοχή, στο σημείο που βρισκόταν το καφενείο «Σουφλίον» ήταν ένα ύψωμα γεμάτο πλατάνια, η Τούμπα.
Αυτή η Τούμπα ήταν τόπος μαρτυρίων και εκτελέσεων. Εκεί οι Τούρκοι κρεμούσαν τους καταδικασμένους σε θάνατο χριστιανούς και ανασκολόπιζαν τους κατάδικους, που μέσα σε φοβερούς πόνους περίμεναν το θάνατο. Οι δήμιοι δεν άφηναν τον κόσμο να δώσει νερό στους ανασκολοπισμένους, γιατί το νερό επιταχύνει το θάνατο, ενώ οι βασανιστές επιθυμούσαν την παράταση του μαρτυρίου. Οι πονετικές χανούμισσες από τα γύρω σπίτια πήγαιναν κρυφά κι έδιναν νερό στους ετοιμοθάνατους με μπαρδάκια που έφερναν από τα σπίτια τους κρυμμένα στις βράκες τους κι έτσι έβαζαν τέλος στη ζωή και στο φριχτό τους μαρτύριο.

Τσαρουχάδικα και Αμπατζήδικα

Η εικόνα του 1890 δείχνει το δρομάκι των τσαγκάρηδων, Ruelle des Savetiers, όπως μας πληροφορεί η λεζάντα στα γαλλικά, δηλαδή τα Τσαρουχάδικα. Πρόκειται για την οδό Πανδρόσου. Αριστερά διακρίνεται το τζαμί του Τζισταράκη.

Η σημερινή οδός Πανδρόσου ήταν ο κεντρικός δρόμος του Παζαριού τον καιρό της τουρκοκρατίας. Η περιοχή λεγόταν Αμπατζήδικα, λόγω των μαγαζιών που πουλούσαν αμπάδες (είδος χοντρού μάλλινου υφάσματος, από το οποίο φτιάχνονταν κάπες και πανωφόρια). Η περιοχή λεγόταν και Τσαρουχάδικα, γιατί εκεί βρίσκονταν τα εργαστήρια που κατασκεύαζαν τσαρούχια.

Έχει και συνέχεια…

Οικία Κοκοβίκου, Τριπόδων 32, στην Πλάκα

Οδός Τριπόδων
Η αρχαία οδός Τριπόδων ξεκινούσε από το θέατρο Διονύσου, στη βόρεια πλευρά του Ιερού Βράχου, και κατέληγε στην Αρχαία Αγορά, όπου υπήρχε το ιερό του Διονύσου. Πήρε το όνομά της από τους χορηγικούς τρίποδες που ήταν τοποθετημένοι εκεί. Η σύγχρονη οδός Τριπόδων ταυτίζεται με ένα μεγάλο μέρος της αρχαίας οδού.

Ο Άρης Κωνσταντινίδης και η λαϊκή αρχιτεκτονική
Η οικία της οδού Τριπόδων 32 συγκαταλέγεται στα ελάχιστα εναπομείναντα δείγματα της λαϊκής αρχιτεκτονικής που κυριαρχούσε στα αθηναϊκά σπίτια κατά τα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας και τα πρώτα χρόνια της βαυαροκρατίας, πριν από την επέλαση των νεοκλασικών.

Συνεχίστε το διάβασμα…

Πανόραμα της Αθήνας του 1674 – Η πρώτη ρεαλιστική απεικόνιση της πόλης και η τελευταία απεικόνιση του Παρθενώνα πριν καταστραφεί

Αναφερθήκαμε πρόσφατα ΕΔΩ στον μαρκήσιο ντε Νουαντέλ (Charles Marie-Francois Olier, marquis de Nointel), πρεσβευτή του Λουδοβίκου ΙΔ΄ στην Κωνσταντινούπολη, που τίμησε την πατρίδα μας –επαρχία της οθωμανικής αυτοκρατορίας τότε– με τη φανταχτερή παρουσία του και, αφού μας ξαλάφρωσε από διάφορες αρχαιότητες, ανέπεμψε χλιδάτες προσευχές στον ύψιστο.
Ξεκίνησε μία περιοδεία από την Κωνσταντινούπολη, το 1673. Πέρασε από Χίο, Κυκλάδες, Παλαιστίνη και Αίγυπτο. Αποστολή του ήταν να αποκομίσει αρχαιότητες. Ύστερα από ενάμιση χρόνο, τον Νοέμβριο του 1764, έφτασε στον τελευταίο σταθμό του ταξιδιού του, στην Αθήνα.

Διαβάστε τη συνέχεια

Η Παναγιά στην Πέτρα

Δύο βρετανοί αρχιτέκτονες και ζωγράφοι, ο Τζέιμς Στιούαρτ (James Stuart) και ο Νίκολας Ρεβέτ (Nicholas Revett), που σπούδαζαν ζωγραφική στη Ρώμη, είχαν την ιδέα να αποτυπώσουν τα μνημεία του αρχαίου πολιτισμού της Αθήνας και να δημιουργήσουν ένα λεύκωμα. Έκαναν πρόταση στους Dilettanti κι εκείνοι χρηματοδότησαν την αποστολή. Έτσι, την άνοιξη του 1751, οι δύο συνεργάτες έφτασαν στην Ελλάδα, όπου έμειναν δυόμισι χρόνια και εργάστηκαν εντατικά.

Έργο των Στιούαρτ και Ρεβέτ απεικονίζει τον βοεβόδα της Αθήνας, που έχει βγει για κυνήγι, να περνάει με τη συνοδεία του από την Παναγιά στην Πέτρα.

Η εργασία τους είναι πολύ σημαντική για μας για δύο λόγους: μεταξύ των άλλων μνημείων, αποτύπωσαν και μνημεία που δεν υπάρχουν πια και τα αποτύπωσαν όλα με μεγάλη πιστότητα. «Δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που προστέθηκε για να προσδώσει γραφικότητα, ακόμα και οι ανθρώπινες μορφές είναι εκ του φυσικού», σημειώνουν οι ίδιοι.

Διαβάστε τη συνέχεια

Στις κολόνες του Ολύμπιου Δία

Δίπλα στο Ιλισσό, εκεί που βρισκόταν το πανάρχαιο ιερό του Δία, που είχε θεμελιώσει ο Δευκαλίωνας, οικοδομήθηκε ο επιβλητικός ναός του Ολυμπίου Διός. Το έργο ξεκίνησε ο Πεισίστρατος τον 6ο αι. π.Χ., αλλά μετά τον θάνατό του οι εργασίες σταμάτησαν. Ο ναός, δωρικού ρυθμού, έμεινε ημιτελής για αιώνες, ώσπου ο βασιλιάς της Συρίας Αντίοχος Δ΄ ο Επιφανής, το 174-163 π.Χ., αποφάσισε να συνεχίσει το έργο, δημιουργώντας έναν ναό κορινθιακού ρυθμού. Ούτε αυτός τα κατάφερε να το ολοκληρώσει, γιατί τον πρόλαβε ο θάνατος. Οι δύο ρυθμοί συνυπήρχαν μέχρι την εμφάνιση του Σύλλα, το 87-86 π.Χ., ο οποίος ανάμεσα στις τρομακτικές καταστροφές, τις φριχτές σφαγές και τις τρομερές λεηλασίες που διέπραξε, άρπαξε τους δωρικούς κίονες, για να τους χρησιμοποιήσει στον ναό του Καπιτωλίου Διός. Τέλος, ο αυτοκράτορας Αδριανός ολοκλήρωσε το έργο φτιάχνοντας έναν ναό με 104 κίονες, κορινθιακού ρυθμού, 17 μέτρα ψηλούς. Τα εγκαίνια έγιναν το 132 μ.Χ.

Οι Αθηναίοι αποκαλούσαν τον ναό Κολόνες. Τον καιρό της τουρκοκρατίας είχαν απομείνει με 17 κολόνες όλες κι όλες. Και σαν να μην έφτανε αυτό, ο Τζισταράκης, ο βοεβόδας των Αθηνών, γκρέμισε τη μία από αυτές, το 1759, την ασβεστοποίησε και χρησιμοποίησε το υλικό για να χτίσει τζαμί – το γνωστό τζαμί στο Μοναστηράκι.

Συνεχίστε το διάβασμα

Η άνοδος και η πτώση του βαθύπλουτου Τζέκη Άββοτ – ένα χρονογράφημα του Σταμ. Σταμ., οι βδέλλες, το θαλασσοδάνειο στην τούρκικη κυβέρνηση, η εύνοια του σουλτάνου, ο μικρός παράδεισος, οι ερωμένες και το πολυτελές μέγαρο στην οδό Φράγκων

Στη Θεσσαλονίκη, στην Αγία Παρασκευή, βρισκόταν μια παράγκα που επιδιόρθωνε παπούτσια κι έδινε ούζο και καφέ στους κουρασμένους στρατοκόπους. Μπαλωματής και καφετζής ήταν ο μπάρμπα Μάνθος. Ο Σταμ. Σταμ. βρέθηκε τυχαία στην παράγκα του, το καλοκαίρι του 1936, όταν χάλασε το αυτοκίνητο που τον μετέφερε και ζήτησε βοήθεια. Ο μπάρμπα Μάνθος ήξερε και από αυτοκίνητα και βοήθησε πρόθυμα, μα το σπουδαιότερο ήταν ότι πολύ πρόθυμα αφηγούταν ιστορίες του παλιού καιρού. Άλλο που δεν ήθελε ο Σταμ. Σταμ. Στο διάστημα της παραμονής του στη Θεσσαλονίκη, συνάντησε τον μπάρμπα Μάνθο αρκετές φορές και κατέγραψε πολλές από τις αφηγήσεις του. Δύο από αυτές αφορούν την οικογένεια Άββοτ, τη μεγάλη και επιφανή οικογένεια της πόλης.

Για τον Ερρίκο Άββοτ, πρόξενο της Γερμανίας στην οθωμανική Θεσσαλονίκη, που έχασε τραγικά τη ζωή του από τον μαινόμενο όχλο, στα γεγονότα του 1876, έχουμε μιλήσει παλιότερα, στο άρθρο για την απαγωγή της Στεφάνας – μια απαγωγή που κατέληξε σε ξεσηκωμό, στη σφαγή δύο προξένων, στην πτώση του σουλτάνου και στον διασυρμό της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Μπορείτε να το διαβάσετε ΕΔΩ .


Η πρώτη ιστορία μιλάει για τον βαθύπλουτο Τζέκη Άββοτ και πώς κέρδισε την εύνοια του σουλτάνου Αμπντούλ Μετζίτ. Το χρονογράφημα δημοσιεύτηκε με τίτλο Περασμένα μεγαλεία, στο περιοδικό Μπουκέτο, τον Αύγουστο του 1936, με σκίτσα του Σταμ. Σταμ. Αναδημοσιεύουμε το τμήμα που μιλάει για τον Τζέκη, παραλείποντας τον πρόλογο που αναφέρει τη γνωριμία με τον μπάρμπα Μάνθο και τον επίλογο που υπόσχεται την περιπέτεια της απαγωγής του ανιψιού του Τζέκη από ληστές, την οποία θα δούμε σύντομα.

Τζέκης Άββοτ

«Έλληνας, Θεσσαλονικιός, μεγάλος και πολύς. Συγγενής του Άμποτ της Θεσσαλονίκης… Μεγαλοκτηματίας, πλούσιος πολύ! Όσο τόπο παίρνει τριγύρω η ματιά σας, όλα δικά του κτήματα ήσανε και τσιφλίκια. Χρήματα είχε άφθονα, λίρες με το σακί, που λένε. Αφού είχε δανείσει και το τουρκικό Δημόσιο ένα εκατομμύριο και διακόσιες χιλιάδες γρόσια!

Διαβάστε τη συνέχεια…

Πώς θα κοιμόντουσαν οι πατεράδες μας κάτω απ’ τα χιόνια

Σήμερα όλη η Ελλάδα είναι κάτασπρη. Με το χιόνι να σκεπάζει ακόμα και την Αθήνα, ταιριάζει να διαβάσουμε μια ιστορία του Νασρεντίν χότζα, που μας άφησε ο Στέλιος Μαγιόπουλος.


Ο χειμώνας στο Ακ-Σεχήρ, όπως και σ’ όλη τη Μικρασία, είναι φοβερός. Όλο το οροπέδιο γεμίζει από παχύ, κάτασπρο χιόνι και καμιά φορά παγώνουνε τα νερά στις βρύσες και στις λίμνες. Γι’ αυτό ο μικρασιάτικος κόσμος το χειμώνα έχει βαριά στρωσίδια και σκεπάσματα για να περάσει τα κρύα και τις παγωνιές. Ένα τέτοιο χειμώνα η γυναίκα του Χότζα είπε στον άντρα της:
— Αφέντη, το πάπλωμά μας λιάνισε, κρυώνουμε. Καλά θα έκαμνες ν’ αγόραζες ένα καινούργιο παχύ πάπλωμα να κοιμούμαστε ζεστά.
— Μα, γυναίκα, απάντησε ο Χότζας, για ένα τέτοιο πάπλωμα θέλουμε τόσο μπαμπάκι που πιάνει τόσα χρήματα. Πού να σου βρω εγώ τόσα λεφτά;
Όμως, όταν η γυναίκα έλεγε κάτι, έπρεπε αυτό να γινόταν, άλλη σωτηρία δεν υπήρχε. Κι όταν στο τέλος αποείδε ο Χότζας πως δεν μπορούσε να γλιτώσει απ’ τη γλώσσα της, άρπαξε μια μέρα ένα τσουβάλι κι έτρεξε στο δρόμο. Η γυναίκα του απορημένη τον ρώτησε:
— Χότζα εφέντη, τι θα το κάμεις το τσουβάλι; Πού πας;
— Εσύ δεν ξέρεις, αποκρίθηκε ο Χότζας. Τώρα θα δεις και θα ικανοποιηθείς.
Έπειτα αρχίνησε με τη φούχτα του να γεμίζει το σακί με χιόνι που ήτανε στιβαγμένο στο δρόμο.
— Θεέ μου, Θεέ μου, αρχίνησε να φωνάζει η γυναίκα του. Για τ’ όνομα του Θεού, τι κάμεις εκεί; Φαίνεται πως σου στρίψανε. Το χιόνι ζεσταίνει ποτέ τον άνθρωπο;
— Ζεσταίνει και παραζεσταίνει, γυναίκα, της απάντησε ο Χότζας. Αν δε ζέσταινε, πώς θα κοιμόντουσαν ραχάτικα τόσα χρόνια οι πατεράδες μας κάτωθε απ’ τα χιόνια;


• Η ιστορία είναι από το εξαιρετικό βιβλίο του Στέλιου Μαγιόπουλου Ο Νασρεττίν Χότζας, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 1991.
• «Η πένα του γέφυρα δύο λαών», επιμνημόσυνο άρθρο του Ριζοσπάστη για τον Στέλιο Μαγιόπουλο, που με το έργο του «μας γνώρισε τη λογοτεχνική ψυχή της Τουρκίας».
• Η φωτογραφία του χιονισμένου τουρμπέ του Νασρεντίν χότζα είναι από το βιβλίο Büyük Nasreddin Hoca, που βρήκα στο διαδίκτυο, σε χαμηλή ανάλυση, και την επεξεργάστηκα λίγο για να έρθει στα ίσα της.

Ο Νασρεντίν χότζας και ο αρσίζης Καραογλάν.

Το καφενείο Σουφλίον και το Άσυλο του Παιδιού

Στην παραπάνω φωτογραφία φαίνεται το Σιντριβάνι φωτογραφημένο από τη λεωφόρο Χαμιδιέ (σήμερα λεωφόρο Εθνικής Άμυνας). Οι γραμμές του τραμ στρίβουν στην Εγνατία.
Τον δρόμο που διέσχιζε την πόλη από το Βαρδάρι μέχρι το Σιντριβάνι άλλοι τον έλεγαν Τζατέ Γιολ, άλλοι Κάγιε Άντσα και άλλοι Φαρδύ Δρόμο. Σε χάρτη της εποχής του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου αναφέρεται ως Rue du Vardar. Τελικώς ονομάστηκε Εγνατία Οδός.
Το κτίριο αριστερά στέγαζε το καφενείο του Σουκρή-μπεη και αργότερα το καφενείο του Μήττα. Δεξιά, στον περιφραγμένο κήπο, ήταν το καφεζυθοπωλείο Σουφλίον, στο οποίο σύχναζε η διανόηση της εποχής. Ανάμεσα στους τακτικούς πελάτες του ήταν και ο Πέτρος Ν. Παπαγεωργίου.

Στο άκρο αριστερά φαίνεται η ταμπέλα και η είσοδος του καφεζυθοπωλείου Σουφλίον. Στο βάθος τα ντονμέδικα και τα εβραϊκά μνήματα.

Φωτογραφία του 1889. Πίσω από το Σιντριβάνι διακρίνεται ο κήπος του καφενείου Σουφλίον δίπλα στα ντονμέδικα μνήματα.

Το καφενείο Σουφλίον έπαψε να υπάρχει το 1923. Στη θέση του χτίστηκε, το 1925, το Άσυλο του Παιδιού. Το παλιό κτίριο του Ασύλου καταστράφηκε στον σεισμό του 1978.

Το Άσυλο του Παιδιού. Στο βάθος αριστερά, στην πρώτη φωτογραφία, διακρίνεται ο ναός του Αγίου Υπατίου. Στη θέση του ανεγέρθηκε η Παναγία η Δεξιά.

Διαβάστε ακόμα:
Η Χαμιδιέ, τα σουλτανικά και το Σιντριβάνι
Χαμιδιέ με Εγνατία, στο Σιντριβάνι