Ψωροκώσταινα

ΨΩΡΟΚΩΣΤΑΙΝΑ από το Ημερολόγιο Σκόκου 1905.jpg
Από το Ημερολόγιο του Σκόκου, 1905.

Η Ψωροκώσταινα ήταν μια πολύ γνωστή φυσιογνωμία του Ναυπλίου, που μέσα στη γενική φτώχεια ήταν η φτωχότερη απ’ όλους. Υπήρξε μια σπάνια γυναίκα με απαράμιλλο σθένος, ηθικό μεγαλείο και κοινωνικό έργο, που αξίζει τιμή και σεβασμό. Η συλλογική μνήμη όμως διέσωσε μονάχα την απερίγραπτη φτώχεια της και ο χαρακτηρισμός Ψωροκώσταινα είναι η απαξιωτική προσωνυμία που δόθηκε στο ελληνικό δημόσιο για τη μονίμως άθλια οικονομική του κατάσταση.

Πανώργια Χατζηκώστα
Η γυναίκα που με το παρατσούκλι Ψωροκώσταινα προσωποποίησε την οικονομική αθλιότητα της Ελλάδας ήταν η Πανώργια Χατζη-Κώστα Αϊβαλιώτη, σύζυγος πλούσιου εμπόρου από το Αϊβαλί της Μικράς Ασίας. Τον Ιούνιο του 1821 το Αϊβαλί έπαθε μεγάλη καταστροφή. Η Πανώργια είδε τους Τούρκους να σφάζουν μπροστά στα μάτια της τον άντρα της και τα τέσσερα παιδιά της. Μέσα στον χαλασμό ένας Ψαριανός την άρπαξε, την έριξε σε μια βάρκα και την έσωσε. Οδηγήθηκε μαζί με άλλα θύματα της καταστροφής στα Ψαρά. Εκεί την αναγνώρισε ο συντοπίτης της Βενιαμίν ο Λέσβιος, λόγιος και δάσκαλος στην Ακαδημία των Κυδωνιών, και την πήρε στην προστασία του. Τον ακολούθησε στην Ύδρα και κατόπιν στο απελευθερωμένο Ναύπλιο και ζούσε από τις υπηρεσίες που του προσέφερε. Ο τύφος θέριζε στο Ναύπλιο και τον Αύγουστο του 1824 ο Βενιαμίν αρρώστησε και πέθανε. Η Πανώργια έμεινε ολομόναχη και απροστάτευτη. Ο αγώνας για την επιβίωση ήταν σκληρός. Για να ζήσει έκανε την αχθοφόρο, την πλύστρα, την παραδουλεύτρα.

Όταν ο Ιμπραήμ πασάς ερήμωσε την Πελοπόννησο, έφτασαν στο Ναύπλιο τα ορφανά παιδιά που γλίτωσαν από τη σφαγή και την αιχμαλωσία. Η Πανώργια περιμάζεψε όσα παιδιά μπορούσε και τα φρόντιζε. Με σαλεμένο το λογικό από την προσωπική της τραγωδία και ρακένδυτη, γυρνούσε στα σπίτια του Ναυπλίου και ζητιάνευε για τα ορφανά. Οι μοσχομάγκες του Αναπλιού δεν άργησαν να της κολλήσουν το παρατσούκλι Ψωροκώσταινα.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Πανώργια χλευάστηκε από τους συμπολίτες της. Κάποτε για πρωταπριλιάτικο αστείο της παρουσίασαν έναν ελαφρόμυαλο ως δήθεν έτοιμο να την παντρευτεί. Ετοίμασαν στέφανα και κουφέτα και το Ναύπλιο διασκέδαζε με τα επικείμενα στεφανώματα της Ψωροκώσταινας.
Την Κυριακή 8 Ιουνίου 1826 στην πλατεία Πλατάνου (νυν πλατεία Συντάγματος) η «επιτροπή αυτοπροαιρέτου εισφοράς» προσπαθούσε να μαζέψει χρήματα για να ενισχύσει τον αγώνα του μαρτυρικού Μεσολογγιού. Είχε συγκεντρωθεί μεγάλο πλήθος, αλλά ήταν απρόθυμο κι ανήμπορο να προσφέρει. Η Πανώργια ακούμπησε πάνω στο τραπέζι της επιτροπής όλη της την περιουσία: το ασημένιο δαχτυλίδι που φορούσε στο χέρι της κι ένα γρόσι που φύλαγε στον κόρφο της. Η χειρονομία της παρακίνησε τους συγκεντρωμένους να προσφέρουν κι αυτοί τον οβολό τους.

πίνακας του Γεράσιμου Γερολυμάτου.jpg
Η Πανώργια Χατζηκώστα σε πίνακα του σύγχρονου ζωγράφου Γεράσιμου Γ. Γερολυμάτου.

Όταν ο Καποδίστριας ίδρυσε το πρώτο ορφανοτροφείο, η Πανώργια προσφέρθηκε να πλένει τα ρούχα των παιδιών χωρίς αμοιβή, ευτυχής που τα παιδιά βρήκαν επιτέλους στέγη και τροφή. Τελείωσε τις μέρες της λίγους μήνες μετά την ίδρυση του ορφανοτροφείου. Στην τελευταία της κατοικία τη συνόδευσαν τα παιδιά.
Ας είναι τούτο το κείμενο ένα κερί στη μνήμη της.

Πώς έμεινε το παρατσούκλι
Ο χαρακτηρισμός του ελληνικού δημοσίου ως Ψωροκώσταινα χρονολογείται από το 1832. Βασιλιάς ο Όθωνας, οι Βαυαροί διαφεντεύουν, ομοίως και οι τρεις προστάτιδες δυνάμεις Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία. Στο Ναύπλιο συνέρχονται οι εκλεγμένοι πληρεξούσιοι του ελληνικού λαού. Το Βουλευτήριο είναι μια ξύλινη παράγκα όπου οι πληρεξούσιοι πηγαίνουν αρματωμένοι.
Τα άτακτα στρατιωτικά τμήματα των Ρουμελιωτών και Σουλιωτών αγωνιστών του 1821 ζητούν από την κυβέρνηση και την Εθνοσυνέλευση τους καθυστερημένους μισθούς τους. Τα ταμεία όμως είναι άδεια. Στρατοπεδεύουν σ’ ένα κοντινό χωριό και αποφασίζουν να διεκδικήσουν τα χρωστούμενα με τη βία. Μπαίνουν στο Βουλευτήριο, τα κάνουν όλα λίμπα και φεύγοντας παίρνουν μαζί τους μερικούς εύπορους πληρεξουσίους. Ακολούθως στέλνουν γράμμα στην κυβέρνηση ζητώντας 100.000 γρόσια, αλλιώς θα στείλουν πίσω τα κεφάλια των ομήρων.
Στην πλατεία Πλατάνου (σ’ αυτή την ίδια πλατεία που η Πανώργια Χατζηκώστα πρόσφερε τη μοναδική της περιουσία για το Μεσολόγγι) γίνονται γνωστές οι απαιτήσεις των ατάκτων. Και μέσα στο βαρύ κλίμα κάποιος φωνάζει: «Εκατό χιλιάδες γρόσια! Πού να τα ’βρει η κακομοίρα η Ψωροκώσταινα;»
Το αστείο ήταν σκληρό αλλά εύστοχο και σύνδεσε τη φτώχεια της σπουδαίας αυτής γυναίκας με τη φτώχεια του ελληνικού κράτους.
Τέτη Σώλου
Ιούνιος 2016

Σχολιάστε