Η αγελάδα του Ασπρό

Στην Πατησίων, κοντά στο Ελληνικό Ωδείο, υπήρχε ένα γωνιακό γαλατάδικο, με μία μικρή φωτεινή επιγραφή με το σήμα του Ασπρό. Περνούσα τουλάχιστον δύο φορές την εβδομάδα και πάντα κοντοστεκόμουν να θαυμάσω το σήμα, που μου φαινόταν πολύ χαριτωμένο, έξυπνο και απλό (απλό, λιτό, απέριττο, όπως θα έλεγε και ο μετρ του σκίτσου Ηλίας Ταμπακέας). Ακόμα δεν ήξερα τι θα πει λογότυπο ούτε πώς σχεδιάζεται, πόσο μάλλον ότι κάποτε θα σχεδιάσω κι εγώ. Πάντως το σήμα του Ασπρό καταχωρίστηκε μέσα μου σαν πρότυπο σήματος.
Το Ασπρό δεν πρέπει να διαφημιζόταν ιδιαίτερα. Ψάχνοντας βρήκα κάποιες διαφημίσεις της δεκαετίας του ’50, με το παλιό λογότυπο. Το λογότυπο με την αγελάδα το εντόπισα μόλις χτες, σε μία διαφήμιση που αναρτήθηκε στη σελίδα του fb Παλιές εικόνες και φωτογραφίες της Ελλάδας / Old pictures of Greece και πρόσθεσα στο άρθρο Ασπρό, όπως λέμε Ασπρόπυργος καινούργιο υλικό.

Ο αυγοκαφές, τα χαμινάδος, οι κλεφτοκοτάδες και οι κλώσες

Ωοπωλείο στην οδό Αθηνάς, 1964

Τη δεύτερη Παρασκευή του Οκτωβρίου γιορτάζουμε την Παγκόσμια Ημέρα του Αυγού. Δεν ήξερα ότι υπάρχει ιδιαίτερη μέρα για να μας υπενθυμίζει τη διατροφική αξία του αυγού.
Ήξερα τον αυγοκαφέ που έφτιαχνε η μάνα μου όταν δεν ήταν «στα σέστα της», τον οποίον έφτιαχνε και η δικιά της μάνα όταν «δεν είχε ανάκαρα».
Ο αυγοκαφές είναι energy drink με βάση το αυγό.

Σκηνή από την ταινία Ο εαυτούλης μου. Ο Γιάγκος Αγγελής (Λάμπρος Κωνσταντάρας) χτυπάει ακόμα λίγο το χτυπητό αυγό του, που ήδη έχει χτυπήσει η υπηρέτρια (Ζωή Φυτούση) επί 20 λεπτά.
Το χτυπητό αυγό ήταν κρόκος με ζάχαρη που δουλευόταν αρκετή ώρα μέχρι να γίνει ένας άσπρος αφρός. Κάποιοι το έτρωγαν έτσι, κάποιοι το προτιμούσαν ως ρόφημα. Έφτιαχναν ελληνικό καφέ και τον πρόσθεταν (σιγά σιγά για να μην ψηθεί το αυγό) και αυτό ήταν ο αυγοκαφές.

Έχει και συνέχεια…

Μακαρόνια Μέλισσα – νοστιμιά με ιστορία

Εδώδιμα-αποικιακά στο χωριό
Το 1920, τα δύο μεγαλύτερα παιδιά της οικογένειας Κίκιζα, άνοιξαν μπακάλικο σε πολυσύχναστο σημείο του χωριού τους, κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό. Χρυσωρυχείο!

Το μπακάλικο στο χωριό. Η Μάσκλινα, σήμερα Ελαιοχώρι Αρκαδίας, ήταν κεφαλοχώρι, διέθετε σταθμό Χωροφυλακής, ταχυδρομείο, σαμαρτζίδικα, πεταλωτήρια, ταβέρνες, λιοτρίβια και συγκέντρωνε πολύ κόσμο από τις γύρω περιοχές.
(Φωτο: από το publishing.gr)

Μεγαλομπακάλικο στην πρωτεύουσα – Στου Κίκιζα
Σε πέντε χρόνια, ο μεγαλύτερος αδερφός πήγε στην πρωτεύουσα και άνοιξε κατάστημα τροφίμων στον Κολωνό, Λένορμαν και Παλαμηδίου γωνία. Σε λίγο καιρό τον ακολούθησαν τα δέκα από τ’ αδέρφια του. Δώδεκα ήταν συνολικά. Το στερνοπούλι της οικογένειας, ο Αλέξανδρος, έμεινε πίσω, αλλά θα εμφανιστεί δυναμικά στη συνέχεια. Ρίχτηκαν όλοι μαζί στη δουλειά και το παντοπωλείο έγινε μια μεγάλη επιχείρηση με πολλούς υπαλλήλους και δύο ταμειακές μηχανές. Προπολεμικό μπακάλικο με ταμειακές μηχανές; Ούτε στας Ευρώπας!

Διαβάστε τη συνέχεια…

Της παπαδιάς τ’ αλάτι – ευθυμογράφημα του Σταμ. Σταμ.

Κακοί οι καιροί και  χειρότεροι οι δρόμοι!
Άγρια ζωή, στεγνή και στερημένη κει πάνω στα κατσάβραχα που δεν έβλεπες ανθρώπους ποτέ, παρά λύκους και τσακάλια.
Ανθρώπους για να δεις ή έπρεπε να πας στη χώρα, που ήταν δώδεκα ώρες μακριά, ή έπρεπε να περιμένεις τον εισπράκτορα και το δικαστικό κλητήρα, που ’ρχονταν κι αυτοί στο χωριό στη χάση και στη φέξη…
Και, όσο για τη χώρα, πού να πήγαινε κανείς σ’ αυτή, που ήτανε ταξίδι ανάποδο, μέσα σε σάρες και κακοτοπιές…

Και για να πούμε την αλήθεια, δεν είχε και τόσες άμεσες ανάγκες για να κατεβαίνει στη χώρα το χωριό. Το ψωμί, το καλαμπόκι του, το φασούλι, τη φακή, τα λίγα λαχανάκια του, τα τυριά του και τα βούτυρα, ποιος λίγο, ποιος πολύ, τα είχανε οι χωρικοί. Αν τους έλειπε καμιά φορά, τους έλειπε η ζάχαρη ή τ’ αλάτι. Αλλά για ζάχαρη είχανε το μέλι τους, μέλι κάντιο, κεχριμπάρι από θυμάρια, ονομαστό.


Μονάχα το αλάτι τούς έκανε να ροβολάνε στη χώρα, αλλά κι αυτό το παίρνανε χοντρικώς, δέκα και είκοσι οκάδες.
Τα ρούχα τους, ας ήταν καλά ο αργαλειός.
Λίγο μετάξι που θέλαν τα κορίτσια, το βγάζανε μόνα τους απ’ τα κουκούλια τους, και το μαλλί το είχαν απ’ τα δασύμαλλα τα πρόβατά τους άφθονο. Φτιάναν έτσι τα ξακουστά τα μάλλινα τα ρούχα τους, τα σεντόνια τους και όλα τα χρειαζούμενα και τα προικιά.

Διαβάστε τη συνέχεια…

Οι μέλισσες τον χειμώνα, ο φυσιοδίφης και ο αρχαιοκάπηλος

Ελληνική κυψέλη του 1676. Σχέδιο του Τζορτζ Γουίλερ (Sir George Wheler) από το βιβλίο του Ταξίδι στην Ελλάδα, που εκδόθηκε το 1682.
Οι ελληνικές κυψέλες έμοιαζαν με καλάθια χωρίς πάτο. Ήταν φτιαγμένες από λυγαριά ή ιτιά και ήταν επιχρισμένες με λάσπη. Στην ανοιχτή κορυφή οι μελισσοκόμοι τοποθετούσαν ράβδους κι έτσι μπορούσαν να επιθεωρούν και να αφαιρούν τις κερήθρες.
Οι ξύλινες κυψέλες σαν κουτιά εμφανίστηκαν το 1768.

Στον μικρόκοσμο της κυψέλης, τον χειμώνα, οι μέλισσες συγκεντρώνονται γύρω από τη βασίλισσα, σχηματίζοντας τη μελισσόσφαιρα. Όποια και αν είναι η εξωτερική θερμοκρασία, στο κέντρο της μελισσόσφαιρας είναι πάντα καλοκαίρι. Τα σώματα των μελισσών διατηρούν σταθερή θερμοκρασία 35 βαθμών, έτσι τα ωάρια της βασίλισσας και το σπέρμα που έχει αποθηκεύσει στο σώμα της ούτε αλλοιώνονται ούτε καταστρέφονται.
Οι μέλισσες προστατεύουν τη βασίλισσα και ο καλός μελισσοκόμος προστατεύει ολόκληρο το σμήνος. Έχει φροντίσει, προτού πιάσουν τα κρύα, να τοποθετήσει στις κυψέλες κηρόπανο και σε μία τρύπα, ακριβώς πάνω από τη μελισσόσφαιρα, να βάλει ζαχαροζύμαρο. Το κηρόπανο προστατεύει την κυψέλη από το κρύο και το ζαχαροζύμαρο δίνει στις μέλισσες την απαραίτητη ενέργεια, ώστε να μην χρειάζεται να εγκαταλείψουν τη θέση τους για ν’ αναζητήσουν τροφή σε ψυχρότερα τμήματα της κυψέλης. Οι μέλισσες καταναλώνουν πολλή ενέργεια για να διατηρήσουν σταθερή τη θερμοκρασία στη μελισσόσφαιρα και έχουν ανάγκη από δυναμωτική τροφή. Χωρίς το ζαχαροζύμαρο θα πέθαιναν από εξάντληση και χωρίς το κηρόπανο θα πέθαναν από το κρύο.

Έχει και συνέχεια… Ποιος ήταν και τι έκανε ο Τζορτζ Γουίλερ

Τα κόλπα του θείου Βαγγέλη και το σωστό τσάι

Σας έχω μιλήσει (ΕΔΩ) για τον θείο Βαγγέλη, τον συνθέτη Λυκιαρδόπουλο.

Όταν οι γιατροί τον υποχρέωσαν να κόψει το κάπνισμα, ο Βαγγέλης, που κάπνιζε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, πέρασε πολύ δύσκολα και κατέφευγε σε διάφορα κόλπα για να τραβάει μία δυο τζούρες στα μουλωχτά. Το πιο απλό και αποτελεσματικό κόλπο του ήταν ότι άναβε ένα τσιγάρο, τράβαγε μια δυο απολαυστικές ρουφηξιές και ύστερα το έδινε στη σύζυγό του, ως ένδειξη τρυφερότητας. Αποτέλεσμα: η θεία έφτασε να καπνίζει τα τετραπλάσια τσιγάρα απ’ το συνηθισμένο, μέχρι που την ειδοποιήσαμε και του έβαλε φρένο.
Όταν για λόγους υγείας υποχρεώθηκε να κάνει κράτει στο φαγητό, ο (μα, πόσο πανούργος!) θείος Βαγγέλης ανέσυρε επιδέξια την κοινωνικά ξεχασμένη συνήθεια των τσαγιών. Ξαφνικά οι προσκλήσεις των Λυκιαρδοπουλαίων για τσάι άρχισαν να πέφτουν βροχή.

Τον θείο δεν τον ενδιέφερε καθόλου το τσάι· έπινε ένα φλιτζάνι και μετά το γύρναγε στο ουίσκι, που κάνει καλό στην καρδιά. Τον ενδιέφεραν οι πλούσιες πιατέλες με τα αλμυρά και τα γλυκά. Κρυμμένος ανάμεσα στους καλεσμένους και πουλώντας τη σχετική ομίχλη, ο θείος Βαγγέλης καταβρόχθιζε απαγορευμένες ποσότητες. Αιωνία του η μνήμη!
Το τσάι φτιαχνόταν στην κουζίνα και ερχόταν έτοιμο για σερβίρισμα, μέσα σε μεγάλες τσαγιέρες. Φακελάκια, φύσημα του τσαγιού για να κρυώσει και μπισκότα να κολυμπάνε στο φλιτζάνι δεν ήταν αποδεκτά. Με άλλα λόγια, παρ’ όλο που ήταν πρόφαση για μάσες και παρ’ όλο που οι καλεσμένοι ήταν μερικοί αγαπημένοι συγγενείς και φίλοι, το τσάι ήταν πολύ καθώς πρέπει.
Θυμήθηκα αυτά και αναζήτησα ένα απόσπασμα της Ελένης Χαλκούση, που θα φανεί πολύ χρήσιμο σε όσους αγαπάνε το τσάι, αλλά όχι σε φακελάκι.

Διαβάστε τη συνέχεια

Οι μικρές απολαύσεις της Μαρίας Κάλλας

Μαρία Κάλλας.jpg

Στη δικηγορία μαθαίνεις ότι οι ποινικές δίκες κινδυνεύουν κυρίως από τους μάρτυρες υπεράσπισης. Στη ζωή μαθαίνεις ότι υπάρχουν άνθρωποι που είναι προτιμότερο να σε κατηγορήσουν, παρά να σε συστήσουν – καλύτερα να μην πουν τίποτα. Στην Ελλάδα μαθαίνεις ότι το να σε τιμήσουν δεν έχει πάντα θετικό πρόσημο – καλύτερα να μην κάνουν τίποτα.
Το απαστράπτον άγαλμα προς τιμήν της Μαρίας Κάλλας, για τα 100 χρόνια από τη γέννησή της, που αποκαλύφθηκε την Παρασκευή 8 Οκτωβρίου, στον ελαιώνα του Πικιώνη, απέναντι από την είσοδο του Ωδείου του Ηρώδου του Αττικού, δεν έχει καμία σχέση με τη λάμψη της αξέχαστης ντίβας ούτε καμία ομοιότητα. Δεν είναι καθόλου λίγοι αυτοί που δήλωσαν σε ποικίλους τόνους πόσο πολύ δεν τους αρέσει.
Ας μη βάλω καμία φωτογραφία του. Κυκλοφορούν πολλές στο διαδίκτυο και θα το έχετε δει. Προτιμώ να διαλύσω τις δυσάρεστες εντυπώσεις με μία πανέμορφη φωτογραφία της Μαρίας Κάλλας σε κάποια στιγμή απόλαυσης.
Αν προτιμάτε ένα νόστιμο φαγητό, δοκιμάστε ένα πιάτο που απολάμβανε ιδιαίτερα η Μαρία Κάλλας και να το μαγειρεύει και να το τρώει.

Τα ταλιολίνι ογκρατέν ήταν μία από τις μικρές απολαύσεις της – πραγματικά μικρή, γιατί είχε την αυτοπειθαρχία να τρώει μόνον δυο-τρεις πιρουνιές.
Θα βρείτε τη συνταγή ΕΔΩ, στο τέλος ενός άρθρου για τη σχέση της ντίβας με την κουζίνα.

Κάστανα και καστανάδες

Ο καστανάς με τη φουφού, τον ταμπλά και το σακί ή το καλάθι με τα κάστανα ήταν γνώριμη και αγαπητή χειμωνιάτικη φιγούρα των αθηναϊκών πεζοδρομίων. Η εμφάνισή του έκανε τους Αθηναίους να αισθανθούν το πρώτο ρίγος του επερχόμενου χειμώνα, κι ας ήταν ακόμα γλυκό φθινόπωρο.

Οκτώβριος 1937

Οι καστανάδες της Αθήνας ήταν κυρίως Θεσσαλοί.
Τα κάστανα ξεχωρίζουν από τον τόπο καταγωγής τους. Τα κάστανα του Πηλίου, του Πάικου, του Κίσσαβου είναι μεγάλα, νόστιμα και ξεφλουδίζονται εύκολα. Καστανοχώρια υπάρχουν στον Κίσσαμο και σε άλλα ορεινά της Κρήτης, στον Πάρνωνα και στον Ταΰγετο, στην Ευρυτανία, στην Πίνδο και στο Βόιο. Τα κάστανα της Μυτιλήνης είναι μικρασιάτικης καταγωγής.

Διαβάστε τη συνέχεια

Ο λεμονατζής

Λεμονατζής στη Θεσσαλονίκη, σε αυτοχρωμική φωτογραφία του 1913.

Τώρα το καλοκαίρι μία δροσερή λεμονάδα, από φυσικό χυμό λεμονιού, είναι το καλύτερο αναψυκτικό. Το λεμόνι, πέρα από τις διάφορες ιδιότητές του –τόσο ωφέλιμες ώστε πολλοί το χαρακτηρίζουν φάρμακο– έχει και την ιδιότητα να κόβει τη δίψα.
Σ’ ένα μαγέρικο στην Ξάνθη, έμαθα το κοκκινιστό σπανακόρυζο. Δεν ήξερα ότι γίνεται κι έτσι. Ήρθε το πιάτο με μισό λεμόνι στην άκρη. «Κοκκινιστό με λεμόνι;» αναρωτήθηκα. «Το σπανάκι φέρνει δίψα. Το λεμόνι την κόβει», μου εξήγησαν.
Τα παλιά σερβίτσια διέθεταν ποτήρια λεμονάδας. Ήταν ελαφρώς μικρότερα από τα ποτήρια του νερού. Η πρόσκληση για λεμονάδα, ήταν μια ευκαιρία για συγκέντρωση σε κήπους, βεράντες και μπαλκόνια, τα καλοκαιρινά απογεύματα.
Οι πελάτες του πλανόδιου λεμονατζή έπιναν τη λεμονάδα τους σ’ ένα από τα τρία-τέσσερα ποτήρια που είχε ο πουλητής μέσα στις αστραφτερές θήκες, τις περασμένες στη μέση του. Το μικρό κανάτι περιείχε νερό για το ξέπλυμα του ποτηριού μετά τη χρήση. Ο λεμονατζής έριχνε λίγο νερό, το στριφογύρναγε, ίσα για να φύγουν τα απομεινάρια, και το άδειαζε στον δρόμο. Έτοιμο το ποτήρι για τον επόμενο πελάτη! Το μεγάλο δοχείο περιείχε τη λεμονάδα. Για να την αδειάσει στο ποτήρι, ο λεμονατζής έσκυβε κάνοντας μια κίνηση σαν υπόκλιση.


Διαβάστε στο Λεμονάδα μπούζι-μπούζι πώς περιγράφει ο Λεωνίδας Ζησιάδης έναν γέρο Μικρασιάτη λεμονατζή στη Θεσσαλονίκη της δεκαετίας του ’30.

Η πελάδα του Μπριόλα

Έχουμε μιλήσει ξανά για την «Πελάδα του Μπριόλα», μια ταβέρνα στο Παγκράτι, που δεν υπάρχει πια. Επειδή όμως ο Μπριόλας ήταν περίπτωση ανθρώπου και η ταβέρνα του ονομαστή, τους αξίζει μια θέση δική τους. Αναδημοσιεύσω το τμήμα του παλιού άρθρου που αναφέρεται σ’ αυτούς. Αν θέλετε να το διαβάσετε ολόκληρο, είναι στη διάθεσή σας ΕΔΩ.

Πελάδες και γαΐτες στη λιμνοθάλασσα του Μεσολογγιού.

Κάποιοι Αθηναίοι καλοφαγάδες έλεγαν ότι την καλύτερη σκορδαλιά την έφτιαχνε μια ταβέρνα στο Παγκράτι, η «Πελάδα του Μπριόλα». Η πελάδα είναι καλύβα φτιαγμένη από ψαθί, που στηρίζεται σε πασσάλους μπηγμένους στον βυθό της λιμνοθάλασσας.
Ο Γιάννης ο Μπριόλας ήταν από το Μεσολόγγι, είχε πελάδα, γι’ αυτό βάφτισε την ταβέρνα του έτσι. Μπριόλας δεν ήταν το πραγματικό του όνομα, αλλά το παρανόμι που του είχαν κολλήσει στα νιάτα του, γιατί έβαζε μπριγιόλ στα μαλλιά του, για να είναι περιποιημένος. Ήταν ψηλός και όμορφος, περπατούσε κι έκανε στράκες!
Ο Μπριόλας ήταν αριστερός. Στους δύσκολους καιρούς, όταν οι δικοί του κυνηγάγανε δικούς του, δεν δίστασε να σώσει απ’ του χάρου τα δόντια κάτι κυνηγημένους δεξιούς συγγενείς του. Κι εκεί που οι οικογένειες τούς είχανε όλους για ξεγραμμένους, τους βρήκανε ξεκούραστους και καλοταϊσμένους, γιατί κάθε μέρα ο Μπριόλας έβγαινε για ψάρεμα και γυρνούσε στην κρυψώνα με φρέσκο ψάρι.
Λοιπόν, τη σκορδαλιά στην ταβέρνα την έφτιαχνε η γυναίκα του Μπριόλα και το μυστικό της ουράνιας γεύσης της ήταν ότι έριχνε στις πατάτες «ζμι απού λαβρακόπλου».
Αν το αποκρυπτογραφήσετε, θα ανακαλύψετε το μυστικό της σωστής σκορδαλιάς. Εντάξει, κάποιοι μπορεί να πουν ότι ρίχνουν στις πατάτες ζμι απού βακαλάου, αλλά δεν είναι καθόλου το ίδιο πράγμα!