Ένα βροχερό βράδυ, τον Ιούνιο του 1930, μια γυναίκα περπατούσε στην οδό Φίλωνος. «Περπατούσε» δεν είναι η ακριβής λέξη. Έσερνε το βήμα της με δυσκολία και αγκομαχητό, ώσπου σωριάστηκε εξαντλημένη. Ένας περαστικός της έδωσε το χέρι για να σηκωθεί και τη βοήθησε να συνέλθει.
— Να μη σώνει ο κόσμος να καταντάει ως εκεί! είπε η γυναίκα, όταν στάθηκε στα πόδια της.
Ο περαστικός έμεινε κατάπληκτος, γιατί ενώ το βασανισμένο της σουλούπι ήταν γεροντικό, το πρόσωπό της έδειχνε μια γυναίκα ως σαράντα χρόνων.
— Τι σου συμβαίνει, κυρά μου; ενδιαφέρθηκε να μάθει.
— Η ερημιά κι η σκοτεινιά μου με ανάγκασαν να ζητήσω καμιά δουλειά για να τρώω λίγο ψωμί. Γύρισα δώθε-κείθε για μια οποιαδήποτε θέση μέσα σε οικογένειες, αλλά στάθηκε αδύνατον. Οι ρυτίδες και το κυρτωμένο κορμί είναι πάντα αποκρουστικά. Μια γειτόνισσα είδε την πείνα μου και την κακομοιριά μου και με πήγε σ’ ένα πλυντήριο στα Καμίνια. Ήτανε γραφτό προτού πεθάνω να γνωρίσω κι αυτά τα μαρτύρια, του είπε και δάκρυσε.
Το ενδιαφέρον του περαστικού άρχισε να γίνεται επαγγελματικό, γιατί ήταν δημοσιογράφος, και ρώτησε:
— Τι είναι αυτό το πλυντήριο;
Η γυναίκα κούνησε το κεφάλι με απελπισία και με μάτια που πρόδιναν τρόμο είπε:
— Είναι η μαύρη κόλαση, που ούτε οι διαβόλοι δεν την υποφέρουν. Άλλο να δουν τα μάτια σας!
1930
Διαβάστε τη συνέχεια…