Ο αυγοκαφές, τα χαμινάδος, οι κλεφτοκοτάδες και οι κλώσες

Ωοπωλείο στην οδό Αθηνάς, 1964

Τη δεύτερη Παρασκευή του Οκτωβρίου γιορτάζουμε την Παγκόσμια Ημέρα του Αυγού. Δεν ήξερα ότι υπάρχει ιδιαίτερη μέρα για να μας υπενθυμίζει τη διατροφική αξία του αυγού.
Ήξερα τον αυγοκαφέ που έφτιαχνε η μάνα μου όταν δεν ήταν «στα σέστα της», τον οποίον έφτιαχνε και η δικιά της μάνα όταν «δεν είχε ανάκαρα».
Ο αυγοκαφές είναι energy drink με βάση το αυγό.

Σκηνή από την ταινία Ο εαυτούλης μου. Ο Γιάγκος Αγγελής (Λάμπρος Κωνσταντάρας) χτυπάει ακόμα λίγο το χτυπητό αυγό του, που ήδη έχει χτυπήσει η υπηρέτρια (Ζωή Φυτούση) επί 20 λεπτά.
Το χτυπητό αυγό ήταν κρόκος με ζάχαρη που δουλευόταν αρκετή ώρα μέχρι να γίνει ένας άσπρος αφρός. Κάποιοι το έτρωγαν έτσι, κάποιοι το προτιμούσαν ως ρόφημα. Έφτιαχναν ελληνικό καφέ και τον πρόσθεταν (σιγά σιγά για να μην ψηθεί το αυγό) και αυτό ήταν ο αυγοκαφές.

Έχει και συνέχεια…

Στιχοπλόκια και μπουναμάδες

Η πρωτοχρονιάτικη περίοδος της παλιάς Αθήνας αρδευόταν με καταρράκτας… στίχων, έγραφε ένας παλιός δημοσιογράφος. Η εποχή ευνοούσε τους στίχους και τους λαϊκούς ποιητές και οι έμμετροι καταρράκτες έπεφταν παντού.

Εις τας παλαιάς Αθήνας δεν υπήρχε λαϊκό επάγγελμα που να μη ζητήσει τον μπουναμά του, υπήρξε δε μία περίοδος που το κακό είχε παραγίνει.
Αυτοσχέδιοι ποιητές έγραφαν τους στίχους, ειδικά για την περίσταση, και οι οδοκαθαριστές, οι φανοκόροι, οι διανομείς εφημερίδων, οι ταχυδρομικοί διανομείς, οι τηλεγραφικοί διανομείς, οι πλανόδιοι ανθοπώλες, οι γανωτήδες, οι νεροκράτες, οι καπνοδοχοκαθαριστές και οι νεκροθάφτες, τους τύπωναν σε χρωματιστά χαρτιά κι έπαιρναν σβάρνα τα σπίτια, για να ζητήσουν μπουναμά.

Διαβάστε τη συνέχεια

Κάστανα και καστανάδες

Ο καστανάς με τη φουφού, τον ταμπλά και το σακί ή το καλάθι με τα κάστανα ήταν γνώριμη και αγαπητή χειμωνιάτικη φιγούρα των αθηναϊκών πεζοδρομίων. Η εμφάνισή του έκανε τους Αθηναίους να αισθανθούν το πρώτο ρίγος του επερχόμενου χειμώνα, κι ας ήταν ακόμα γλυκό φθινόπωρο.

Οκτώβριος 1937

Οι καστανάδες της Αθήνας ήταν κυρίως Θεσσαλοί.
Τα κάστανα ξεχωρίζουν από τον τόπο καταγωγής τους. Τα κάστανα του Πηλίου, του Πάικου, του Κίσσαβου είναι μεγάλα, νόστιμα και ξεφλουδίζονται εύκολα. Καστανοχώρια υπάρχουν στον Κίσσαμο και σε άλλα ορεινά της Κρήτης, στον Πάρνωνα και στον Ταΰγετο, στην Ευρυτανία, στην Πίνδο και στο Βόιο. Τα κάστανα της Μυτιλήνης είναι μικρασιάτικης καταγωγής.

Διαβάστε τη συνέχεια

Ο λεμονατζής

Λεμονατζής στη Θεσσαλονίκη, σε αυτοχρωμική φωτογραφία του 1913.

Τώρα το καλοκαίρι μία δροσερή λεμονάδα, από φυσικό χυμό λεμονιού, είναι το καλύτερο αναψυκτικό. Το λεμόνι, πέρα από τις διάφορες ιδιότητές του –τόσο ωφέλιμες ώστε πολλοί το χαρακτηρίζουν φάρμακο– έχει και την ιδιότητα να κόβει τη δίψα.
Σ’ ένα μαγέρικο στην Ξάνθη, έμαθα το κοκκινιστό σπανακόρυζο. Δεν ήξερα ότι γίνεται κι έτσι. Ήρθε το πιάτο με μισό λεμόνι στην άκρη. «Κοκκινιστό με λεμόνι;» αναρωτήθηκα. «Το σπανάκι φέρνει δίψα. Το λεμόνι την κόβει», μου εξήγησαν.
Τα παλιά σερβίτσια διέθεταν ποτήρια λεμονάδας. Ήταν ελαφρώς μικρότερα από τα ποτήρια του νερού. Η πρόσκληση για λεμονάδα, ήταν μια ευκαιρία για συγκέντρωση σε κήπους, βεράντες και μπαλκόνια, τα καλοκαιρινά απογεύματα.
Οι πελάτες του πλανόδιου λεμονατζή έπιναν τη λεμονάδα τους σ’ ένα από τα τρία-τέσσερα ποτήρια που είχε ο πουλητής μέσα στις αστραφτερές θήκες, τις περασμένες στη μέση του. Το μικρό κανάτι περιείχε νερό για το ξέπλυμα του ποτηριού μετά τη χρήση. Ο λεμονατζής έριχνε λίγο νερό, το στριφογύρναγε, ίσα για να φύγουν τα απομεινάρια, και το άδειαζε στον δρόμο. Έτοιμο το ποτήρι για τον επόμενο πελάτη! Το μεγάλο δοχείο περιείχε τη λεμονάδα. Για να την αδειάσει στο ποτήρι, ο λεμονατζής έσκυβε κάνοντας μια κίνηση σαν υπόκλιση.


Διαβάστε στο Λεμονάδα μπούζι-μπούζι πώς περιγράφει ο Λεωνίδας Ζησιάδης έναν γέρο Μικρασιάτη λεμονατζή στη Θεσσαλονίκη της δεκαετίας του ’30.

Η βρύση της Ροτόντας

Η οδός Αγίου Γεωργίου και στο βάθος η βρύση της Ροτόντας. Η σκηνή του δρόμου είναι σκηνοθετημένη από τον φωτογράφο. Μπροστά στη βρύση στέκεται ένας άνθρωπος, για να φανούν οι αναλογίες της σε σχέση με το ανθρώπινο μέτρο, ενώ σε πρώτο πλάνο, στην Αγίου Γεωργίου, ένας υπαίθριος πουλητής με το γαϊδουράκι του περιμένει χαλλλαρά την πελάτισσα να διαλέξει εμπόρευμα από τα κοφίνια.

Αριστερά: Η βρύση της Ροτόντας. Δεξιά: Άλλος ένας υπαίθριος πουλητής με το γαϊδουράκι του φορτωμένο κοφίνια και δίπλα στη βρύση μια γειτόνισσα.

Ένας πουλητής με γαϊδουράκι ήταν προνομιούχος, γιατί είχε… όχημα. Ο Σταμ. Σταμ. έχει περιγράψει τη φτώχεια των υπαίθριων μανάβηδων της Θεσσαλονίκης, που πήγαιναν με τα πόδια στον Λαγκαδά και μάζευαν χόρτα, που θα πουλούσαν την άλλη μέρα, πλυμένα και καθαρισμένα, στους νοικοκυραίους. Γύριζαν πάλι με τα πόδια, εκτός αν τους συμπονούσαν οι καροτσέρηδες και τους ανέβαζαν στην καρότσα. Άνθρωποι του καθημερινού Γολγοθά, που για να βγάλουν ένα μεροκάματο χρειάζονταν δύο μέρες.

Ο μπάρμπα Γιάννης ο κανατάς, ο τενόρος, το σουξέ και η πονηρή Κολούμπια

Ο μπάρμπα-Γιάννης ο κανατάς ήταν τύπος της Παλιάς Αθήνας. Οι παππούδες των παππούδων των σύγχρονων Γκάγκαρων μπορεί και να τον γνώρισαν προσωπικά. Οι υπόλοιποι γνώρισαν τη φήμη του και το τραγούδι που γράφτηκε γι’ αυτόν, περί το 1870, από τον αρχιμουσικό της Βασιλικής Φρουράς Ανδρέα Σάιλερ, που διασκεύασε μια ιταλική μελωδία.
Τα χρόνια πέρασαν, η Παλιά Αθήνα έσβησε και ο μπάρμπα-Γιάννης ξεχάστηκε. Ώσπου, το 1933, ο τενόρος και συνθέτης Πέτρος Επιτροπάκης ανέσυρε από τη λήθη το παλιό τραγούδι, το διασκεύασε και το τραγούδησε σε μία ανεπανάληπτη, λυρική και ταυτόχρονα χιουμοριστική, εκτέλεση. Σε χρόνο ρεκόρ έγινε τεράστια επιτυχία, σε σημείο να ξεπεράσει το αθάνατο «Γελεκάκι» του Ολλανδέζου.

Η παρτιτούρα του τραγουδιού εκδόθηκε από τον Μουσικό Οίκο Γαϊτάνου.
(Φωτογραφία από το αρχείο του ΕΛΙΑ).

Το έπαιζαν στο πιάνο οι κόρες των καλών οικογενειών, το τραγουδούσαν οι συντροφιές «στις μάντρες της αθηναϊκής γειτονιάς που λέγονται ταβέρνες», το έλεγαν οι κανταδόροι (που τους κυνηγούσε η αστυνομία, γιατί κάποιος σοφός νους είχε αποφασίσει ότι τα άσματα διατάρασσαν την τάξη), το έπαιζαν τα γραμμόφωνα. Γενικά, όλη η Αθήνα τραγουδούσε «μπάρμπα Γιάννη κανατά».
Σε λίγο, λόγω της επιτυχίας του τραγουδιού, οι εφημερίδες άρχισαν να γράφουν για τον ξεχασμένο τύπο της Παλιάς Αθήνας, που τον θυμήθηκε και τον ανάστησε η σύγχρονη.

Διαβάστε τη συνέχεια

Συνάδελφος του Χουντίνι

Φωτογραφία από το βιβλίο «Η Ελλάδα του μόχθου, 1900-1960», συλλογή Νίκου Πολίτη, έκδοση Ριζάρειον Ίδρυμα, Ίδρυμα Σταύρου Σ. Νιάρχου.

Ο μισόγυμνος αλυσοδεμένος άντρας, ένας υπαίθριος Χουντίνι της Ελλάδας, χωρίς τη λάμψη και τις ικανότητες του φημισμένου συναδέλφου του, προτείνει στο κοινό ένα γυαλιστερό γκιούμι, για να πέσει μέσα το «ό,τι προαιρείσθε». Ανώνυμος άνθρωπος του μόχθου, που με τη δύναμη των μυών του κερδίζει το ψωμί του.
Μια ιδέα της υπαίθριας παράστασής του μπορούμε να πάρουμε από την ταινία του 1964 «Ό,τι θέλει ο λαός». Εμφανίζεται σε μία σκηνή, γυρισμένη στην πλατεία Βικτωρίας, με φόντο το γλυπτό του Γιοχάνες Πφουλ «Θησεύς σώζων την Ιπποδάμειαν». Ισιώνει ένα πέταλο, αποκρούει με τους κοιλιακούς του ένα μαχαίρι, αλυσοδένεται για να ελευθερωθεί…

Αν εξασφάλισε ένα καλό μεροκάματο από αυτή του την εμφάνιση, τότε η ταινία έπιασε τόπο. Η συμμετοχή γνωστών και αγαπητών ηθοποιών, δεν μπόρεσε να σώσει το ανύπαρκτο σενάριο και την κουραστική σκηνοθεσία.
Στις μέρες μας, κάποιοι που ξέρουν από παγκόσμιες συνωμοσίες ανακάλυψαν ότι υπάρχουν στο σενάριο αριθμοί, τοποθετημένοι δήθεν αθώα σε διευθύνσεις ή τηλέφωνα, με σκοπό να περάσουν μηνύματα στο υποσυνείδητο των θεατών. Να ’χετε τον νου σας!

Στη γύρα και στα στέκια της παλιάς Θεσσαλονίκης – ο γαλατάς

Δύο γαλατάδες, έξω από τα ανατολικά τείχη, με τα γαϊδουράκια τους φορτωμένα, κατεβαίνουν στην πόλη, το 1916.

Ο γαλατάς αξημέρωτα γέμιζε τα τσίγκινα γκιούμια του με φρεσκοαρμεγμένο γάλα, τα φόρτωνε στο ζωντανό του και κατέβαινε στην πόλη. Ανάγγελλε την άφιξή του φωνάζοντας «γαλατάαας».

Οι χαρακτηριστικές φωνές των πουλητάδων, οι ήχοι μιας πόλης που στους δρόμους της περιδιαβαίνουν άνθρωποι και ζώα, οι μυρωδιές των μαχαλάδων, της αγοράς, των μαγειριών, θα μας μείνουν για πάντα άγνωστα. Χρωστάμε ευγνωμοσύνη στους λογοτέχνες και στους ερευνητές – εραστές της λεπτομέρειας– που με το έργο τους δίνουν εφόδια στη φαντασία μας να συνθέσει εικόνες και να ζωντανέψει φωτογραφίες. Για παράδειγμα, διάβαζα πρόσφατα ότι τα εβραϊκά σπίτια ξεχώριζαν, εκτός των άλλων, και από τη μυρωδιά των μαγειριών τους, γιατί οι νοικοκυρές τηγάνιζαν με σησαμέλαιο. Κι ενώ το σουσάμι στα εργαστήρια που το επεξεργάζονταν ανάδινε υπέροχη ευωδιά, το λάδι του στο τηγάνι μύριζε ανυπόφορα.
Ας ξαναγυρίσουμε στον γαλατά.

Γαλατάς στην αγορά της Θεσσαλονίκης, 1916.

Διαβάστε τη συνέχεια

Βρομεροί κουλουρτζήδες, ασελγείς στραγαλατζήδες και αναιδείς νέοι πολιορκούν τις Αρσακειάδες – ένα απόσπασμα από μυθιστόρημα και πολλές σημειώσεις για το Αρσάκειο

Το Αρσάκειο στα 1886.

Ο Στανάς, φοιτητής και ήρωας του μυθιστορήματος, συνοδεύει την Πόθα, την κόρη της σπιτονοικοκυράς του, στο σχολείο που φοιτά, στο Αρσάκειο. Ακολουθεί περιγραφή της κίνησης γύρω από το Αρσάκειο περί τα τέλη του 19ου αιώνα.

[…] Αντικρύ εφαίνετο το Αρσάκειον, με την αρχαϊκωτάτην και αληθώς εν στιγμή εμπνεύσεως συλληφθείσαν πρόσοψιν.
Το προ αυτού πεζοδρόμιον ήν κατάμεστον κορασίδων. Εξ όλων των πέριξ οδών, της οδού Σανταρόζα, Πινακωτών, Παρθεναγωγείου, Ιπποκράτους, Αρσάκη συνέρρεον κοράσια μικρά και μεγάλα, με ποικιλόσχημα καπέλα, με πολυχρώμους ποδιάς, με τα καλαθάκια τους, με ταις σάκκαις των, εύθυμα, γελαστά, πλήρη ευθυμίας, πάντα όμως φέροντα αποτυπωμένα επί του προσώπου των τα ίχνη της αναιμίας και της χλωρώσεως, υφ’ ων καταβασανίζεται πάσα η μαθητεύουσα θήλεια νεολαία των Αθηνών.

Κατά μήκος της κυρίας προσόψεως και του Προτύπου, παλαιού οικοδομήματος, κειμένου εις την γωνίαν των οδών Αρσάκη και Πανεπιστημίου ίσταντο εις παράταξιν οι κουλουρτζήδες με τα πλατέα ξύλινα τεψιά των και τα τριγωνοειδείς βάσεις των, εκθέτοντες τα κουλούρια των και εκθειάζοντες την ποιότητά των, ενώ έτεροι προνομιούχοι, σύντροφοι ίσως του θυρωρού και της επιστάτριας, είχον στήσει τα φορητά κουλουροπωλεία των εντός αυτής της αυλής του Προτύπου.

Διαβάστε τη συνέχεια

Στη γύρα και στα στέκια της παλιάς Θεσσαλονίκης – Τσάκο και Ντανιέλ

Απόσπασμα από το βιβλίο «Θεσσαλονίκη, όσα θυμάμαι», που περιλαμβάνει αναμνήσεις του συγγραφέα από την παιδική του ηλικία στη Θεσσαλονίκη της δεκαετίας του ’30 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’40.

εβραίοι φορτώνουν καράβι
Στο φόρτωμα και στο ξεφόρτωμα των καϊκιών.

Μέσα σε όλο τον κόσμο που έτρεχε κυνηγώντας το καρβέλι, οι συντοπίτες μας οι Εβραίοι τρέχανε κι αυτοί πρώτοι και καλύτεροι, κάνοντας εκτός των άλλων πολλά χαρακτηριστικά επαγγέλματα. Ήταν οι μεταπράτες της αγοράς, που είχαν ειδικευτεί σε δουλειές του ποδαριού. Αυτοί, που δίνανε το δικό τους τόνο στην αγορά και στις γειτονιές. Μια έβλεπες τον Τσάκο να πουλάει σε καρότσι ροδάκινα «λίγο χτυπημενα, λίγο βαρεμένα», φτηνά, να φάει η φτωχολογιά, που τα διαπραγματεύτηκε από κάποιο καΐκι πριν τα πετάξουν ανοιχτά στη θάλασσα, και την άλλη, να πουλάει ο ίδιος, υφάσματα «της πυρκαγιάς και της ασφάλειας», που τα απέσπασε από κάποιο στοκ συμπατριώτη του εμπόρου. Διαβάστε τη συνέχεια