Πριν από την ίδρυση της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού, το 1950, η μερικώς ηλεκτροδοτούμενη Ελλάδα έπαιρνε ρεύμα από διάφορες εταιρείες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Μερικώς ηλεκτροδοτούμενη παρέμεινε η Ελλάδα και μετά την ίδρυση της ΔΕΗ. Ας μην φανταστεί κανείς μόνον απομακρυσμένα ορεινά χωριά ή νησιά της άγονης γραμμής. Και στο λεκανοπέδιο της Αττικής υπήρχαν σπίτια χωρίς ηλεκτρικό. Αλλά και στις ηλεκτροδοτημένες περιοχές, η παροχή του ρεύματος δεν ήταν διαρκής και τα σπερματσέτα δεν έλειπαν από κανένα σπίτι.
Η σκηνή όπου κόβεται το ρεύμα και ανάβουν σπερματσέτα.
Η σκηνή με την ανεπανάληπτη ατάκα του Λογοθετίδη «Το κρατάω καλά, κύριε σταθμάρχα μου; Το κρατάω καλά;»
Τα πράγματα έφτιαξαν από το 1970 και μετά, όταν δημιουργήθηκε το εθνικό δίκτυο ηλεκτροδότησης και το ηλεκτρικό ρεύμα έγινε κοινωνικό αγαθό για όλους.
Η απαγωγή της Στεφάνας από τους μουσουλμάνους Μια κοπέλα με μουσουλμανική φορεσιά, καλυμμένη με μαντίλα και φερετζέ, αποβιβάστηκε στον σιδηροδρομικό σταθμό της Θεσσαλονίκης. Έφτασε με συνοδεία για να ασπαστεί επίσημα το ισλάμ. Τυχαίνει να είναι γνωστή η ακριβής ημερομηνία. Παρασκευή 5 Μαΐου 1876 (με το παλιό ημερολόγιο), γιορτή του αγίου Γεωργίου για τους χριστιανούς και του Εντερλέζ για τους μουσουλμάνους. Η κοπέλα ήταν η Στεφάνα, Βουλγάρα από το χωριό Αβρέτ-χισάρ, γνωστό και ως Μπογκντάντσι, ανάμεσα στη Γευγελή και την Πολυανή (παλιά Δοϊράνη), χριστιανή, κόρη του Ντέλια Γκιόζα. Η Στεφάνα ζούσε πολύ φτωχικά μαζί με τη μητέρα της και τους δύο αδελφούς της. Μετά τον θάνατο του πατέρα, η επαφή της με μουσουλμάνες συγχωριανές της έγινε στενότερη και σιγά σιγά άρχισε να στρέφεται προς η θρησκεία τους. Η μητέρα της, Μαρία (ή Μάτω), ήταν εντελώς αντίθετη με τις καινούργιες φιλίες και τη μεταστροφή της κόρης της, αλλά δεν μπορούσε να της επιβληθεί.
Βουλγάρες από την περιφέρεια της Θεσσαλονίκης.
Ισχυρό κίνητρο για τη Στεφάνα ήταν το όνειρο για μια καλύτερη ζωή συνδυασμένο με τον έρωτα· είχε συνάψει σχέσεις με τον Μουσταφά, έναν νεαρό μουσουλμάνο συγχωριανό της. Το πρωί της Τετάρτης 3 Μαΐου 1876, πήγε για νερό και δεν ξαναγύρισε στο σπίτι της. Φαινομενικά έπεσε θύμα απαγωγής. Η απαγωγή, όμως, ήταν σκηνοθετημένη. Από μέρες πριν η Στεφάνα είχε φροντίσει να πάρει μερικά απαραίτητα από το πατρικό της και να τα στείλει στο σπίτι του Μουσταφά. Οι μουσουλμάνες που την «απήγαγαν» την οδήγησαν στο σπίτι του. Η μητέρα του όμως αρνήθηκε να τη δεχτεί: «Γίνε πρώτα κανονική μουσουλμάνα κι ύστερα έλα». Η κοπέλα φιλοξενήθηκε σε κάποιο φιλικό μουσουλμανικό σπίτι και δυο μέρες μετά, συνοδευόμενη από τον χότζα του χωριού, κάποιο ακόμα αξιοσέβαστο πρόσωπο και μία Αράβισσα, πήγε στο Καρασούλι (το σημερινό Πολύκαστρο), για να πάρει το τρένο για τη Θεσσαλονίκη, όπου θα γινόταν επίσημα ο εξισλαμισμός της. Η μητέρα της, που την αναζητούσε, συμπτωματικά, είχε πάρει από τη Γευγελή το ίδιο τρένο, για να πάει στη Θεσσαλονίκη και να ζητήσει τη συνδρομή του μητροπολίτη. (Το στοιχείο αυτό κρίθηκε σημαντικό, γιατί έδειχνε τις θρησκευτικές πεποιθήσεις της μητέρας, που ανήκε στο Πατριαρχείο και όχι στη βουλγαρική εξαρχία, κι εξηγούσε γιατί τη συνέδραμαν τόσο οι χριστιανοί, όπως θα δούμε πιο κάτω). Η Στεφάνα ήταν ντυμένη με μουσουλμανική φορεσιά και είχε καλυμμένο το πρόσωπο. Η μητέρα την αναγνώρισε. Κάθισε μαζί με την κόρη της και σε όλη τη διαδρομή προσπαθούσε, μιλώντας της στη γλώσσα τους, τα βουλγαρικά, να της αλλάξει γνώμη, αλλά μάταια. Η Στεφάνα όχι απλώς ήταν αμετάπειστη, αλλά ήδη είχε αλλάξει το όνομά της σε Αϊσέ.
Tην εποχή του εκσυγχρονισμού της οθωμανικής αυτοκρατορίας έγιναν μεγάλες αλλαγές και μεγάλα έργα στη Θεσσαλονίκη: ανασχεδιασμός του κέντρου μετά την πυρκαγιά του 1890, καινούργιοι δρόμοι, νέες συνοικίες, μεγάλα κτίρια, φωτισμός με αεριόφως και κατόπιν με ηλεκτρισμό, δίκτυο ύδρευσης, τραμ, νέες σιδηροδρομικές γραμμές, επέκταση του λιμανιού, τελωνείο. Τότε φτιάχτηκε και το Διοικητήριο, το Κονάκι. Χτίστηκε το 1891, για ν’ αντικαταστήσει το παλιό Κονάκι, που στέγαζε την οθωμανική διοίκηση.
Η περιοχή του Διοικητηρίου πριν από το 1891. Το κτίριο που δεσπόζει είναι το Σαατλί τζαμί, όπου το 1876 διαδραματίστηκε το τραγικό γεγονός που πέρασε στην ιστορία ως «η σφαγή των προξένων».
Υπήρχαν κάποιες αμφιβολίες ως προς τη θέση του παλιού κτιρίου. Ο Ηλίας Πετρόπουλος το τοποθετούσε σε πλησίον αλλά άγνωστο σημείο, λίγο βορειότερα. Το καινούργιο Κονάκι χτίστηκε στη θέση του παλιού, όπως φαίνεται από το τοπογραφικό σχέδιο της περιοχής των σκηνών της Σφαγής των Προξένων, του πρέσβη της Αγγλίας Μπλαντ.