Τσαρουχάδικα και Αμπατζήδικα

Η εικόνα του 1890 δείχνει το δρομάκι των τσαγκάρηδων, Ruelle des Savetiers, όπως μας πληροφορεί η λεζάντα στα γαλλικά, δηλαδή τα Τσαρουχάδικα. Πρόκειται για την οδό Πανδρόσου. Αριστερά διακρίνεται το τζαμί του Τζισταράκη.

Η σημερινή οδός Πανδρόσου ήταν ο κεντρικός δρόμος του Παζαριού τον καιρό της τουρκοκρατίας. Η περιοχή λεγόταν Αμπατζήδικα, λόγω των μαγαζιών που πουλούσαν αμπάδες (είδος χοντρού μάλλινου υφάσματος, από το οποίο φτιάχνονταν κάπες και πανωφόρια). Η περιοχή λεγόταν και Τσαρουχάδικα, γιατί εκεί βρίσκονταν τα εργαστήρια που κατασκεύαζαν τσαρούχια.

Έχει και συνέχεια…

Ο Τρίλιζας – Φονιάς, αλλά μόνο για μια νύχτα

Παραμονές Πρωτοχρονιάς του 1937. Ο αστυνομικός ρεπόρτερ της εφημερίδας Εθνική προσπαθούσε ν’ ανασύρει από τη μνήμη του κάποιον αιμοβόρο, έκφυλο, πανούργο δράστη ή κάποιο αθώο, δυστυχισμένο, τραγικό θύμα της χρονιάς που πέρασε. Ώσπου θυμήθηκε τον Τρίλιζα, που δεν ήταν τίποτα από αυτά.

Ο Τρίλιζας ήταν άνθρωπος της φάρας, σαραντάρης, ψηλόλιγνος, με γαλάζια αεικίνητα μάτια. Ο δημοσιογράφος τον είχε συναντήσει σε κάποιο αστυνομικό τμήμα του Πειραιά, ένα χειμωνιάτικο βράδυ, που το κρύο περόνιαζε τα κόκαλα.
Είχε γίνει ένας φόνος και όλο το τμήμα ήταν επί ποδός. Τρεχάματα, προσαγωγές, ανακρίσεις, καταθέσεις… Οι συγγενείς του θύματος έκλαιγαν και οδύρονταν. Μέσα σ’ αυτή την αναστάτωση έκανε την εμφάνισή του Τρίλιζας. Χωρίς παλτό, χωμένος στα ανασηκωμένα πέτα του τριμμένου σακακιού του, στάθηκε στην πόρτα του γραφείου του υπαστυνόμου κι έριξε μέσα ερευνητικές ματιές.

Έχει και συνέχεια…

Από τα Βούρλα στα σλέπια. Πιο χαμηλά δεν είχε!

Πίσω από την πανύψηλη μάντρα και παρ’ όλη τη σκληρή ζωή τους, οι γυναίκες των Βούρλων αισθάνονταν ασφαλείς γιατί είχαν γλιτώσει από τους δύο τρομερούς μπαμπούλες, που τις παραμόνευαν στην κοινωνία. Σωματέμπορος και μαντάμα. Άθλιοι και οι δύο, εκμεταλλεύονταν χωρίς έλεος τις κοπέλες και τις κατέστρεφαν. Πολλές δεν πέρναγαν την Πορτάρα (το μοναδικό άνοιγμα στον έξω κόσμο) για να βγουν στον συνοικισμό, από τον φόβο μην πέσουν στα νύχια κανενός από τους δυο.


Τα χρόνια που περνούσαν έφερναν πιο κοντά τον τρόμο της έξωσης. Οι γυναίκες που είχαν περάσει τα σαράντα θεωρούνταν γριές. Στα πενήντα τους ήταν ξοφλημένες κι έπρεπε να φύγουν από τα Βούρλα. Τις πέταγαν στον δρόμο! Αυτός ήταν ο τρόπος με τον οποίο «συνταξιοδοτούσε» τις γυναίκες η κερδοσκοπική επιχείρηση που τις εκμεταλλεύτηκε επί δεκαετίες.

Διαβάστε τη συνέχεια…

Κάστανα και καστανάδες

Ο καστανάς με τη φουφού, τον ταμπλά και το σακί ή το καλάθι με τα κάστανα ήταν γνώριμη και αγαπητή χειμωνιάτικη φιγούρα των αθηναϊκών πεζοδρομίων. Η εμφάνισή του έκανε τους Αθηναίους να αισθανθούν το πρώτο ρίγος του επερχόμενου χειμώνα, κι ας ήταν ακόμα γλυκό φθινόπωρο.

Οκτώβριος 1937

Οι καστανάδες της Αθήνας ήταν κυρίως Θεσσαλοί.
Τα κάστανα ξεχωρίζουν από τον τόπο καταγωγής τους. Τα κάστανα του Πηλίου, του Πάικου, του Κίσσαβου είναι μεγάλα, νόστιμα και ξεφλουδίζονται εύκολα. Καστανοχώρια υπάρχουν στον Κίσσαμο και σε άλλα ορεινά της Κρήτης, στον Πάρνωνα και στον Ταΰγετο, στην Ευρυτανία, στην Πίνδο και στο Βόιο. Τα κάστανα της Μυτιλήνης είναι μικρασιάτικης καταγωγής.

Διαβάστε τη συνέχεια

Ο λεμονατζής

Λεμονατζής στη Θεσσαλονίκη, σε αυτοχρωμική φωτογραφία του 1913.

Τώρα το καλοκαίρι μία δροσερή λεμονάδα, από φυσικό χυμό λεμονιού, είναι το καλύτερο αναψυκτικό. Το λεμόνι, πέρα από τις διάφορες ιδιότητές του –τόσο ωφέλιμες ώστε πολλοί το χαρακτηρίζουν φάρμακο– έχει και την ιδιότητα να κόβει τη δίψα.
Σ’ ένα μαγέρικο στην Ξάνθη, έμαθα το κοκκινιστό σπανακόρυζο. Δεν ήξερα ότι γίνεται κι έτσι. Ήρθε το πιάτο με μισό λεμόνι στην άκρη. «Κοκκινιστό με λεμόνι;» αναρωτήθηκα. «Το σπανάκι φέρνει δίψα. Το λεμόνι την κόβει», μου εξήγησαν.
Τα παλιά σερβίτσια διέθεταν ποτήρια λεμονάδας. Ήταν ελαφρώς μικρότερα από τα ποτήρια του νερού. Η πρόσκληση για λεμονάδα, ήταν μια ευκαιρία για συγκέντρωση σε κήπους, βεράντες και μπαλκόνια, τα καλοκαιρινά απογεύματα.
Οι πελάτες του πλανόδιου λεμονατζή έπιναν τη λεμονάδα τους σ’ ένα από τα τρία-τέσσερα ποτήρια που είχε ο πουλητής μέσα στις αστραφτερές θήκες, τις περασμένες στη μέση του. Το μικρό κανάτι περιείχε νερό για το ξέπλυμα του ποτηριού μετά τη χρήση. Ο λεμονατζής έριχνε λίγο νερό, το στριφογύρναγε, ίσα για να φύγουν τα απομεινάρια, και το άδειαζε στον δρόμο. Έτοιμο το ποτήρι για τον επόμενο πελάτη! Το μεγάλο δοχείο περιείχε τη λεμονάδα. Για να την αδειάσει στο ποτήρι, ο λεμονατζής έσκυβε κάνοντας μια κίνηση σαν υπόκλιση.


Διαβάστε στο Λεμονάδα μπούζι-μπούζι πώς περιγράφει ο Λεωνίδας Ζησιάδης έναν γέρο Μικρασιάτη λεμονατζή στη Θεσσαλονίκη της δεκαετίας του ’30.

Τα κορίτσια της Μπάρας και πάλι

Στην Μπάρα, την ξακουστή μπουρδελογειτονιά στο Βαρδάρι, τα μπορντέλα ήταν καμαρούλες ή μικρά σπιτάκια, όπου η κάθε κοπέλα δούλευε μόνη της. Ο Ηλίας Πετρόπουλος χαρακτηρίζει την Μπάρα μπουρδέλο-πολιτεία – η μοναδική που υπήρχε στην Ελλάδα. Τα Βούρλα ήταν μπορντέλο στρατώνας και «η γνωστή Τρούμπα δεν ήταν παρά μια απλή μπουρδελογειτονιά. Η Μπάρα της Θεσσαλονίκης υπήρξε ένα ολόκληρο μπουρδελοβαρόσι, μια ολόκληρη μικρή πολιτεία εκτός τειχών. Ασφαλώς, θα πρέπει να υπάρχει κάποια προϊστορία της Μπάρας, μα την αγνοούμε. Η Μπάρα γενικώς καταλάμβανε την περιοχή που περικλείεται μεταξύ των οδών Λαγκαδά και Μοναστηρίου, και έφτανε σχεδόν ως τον σημερινό σιδηροδρομικό σταθμό της Θεσσαλονίκης. Μερικοί δρόμοι της Μπάρας είχανε μεγάλη φήμη: Αφροδίτης, Βάκχου, πάροδος Βάκχου».

«Στην Μπάρα, ανάμεσα στο μπουρδέλα, υπήρχαν και σπίτια νοικοκυραίων. Στην πόρτα αυτών των σπιτιών έβλεπες ανηρτημένη την επιγραφή: ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ. Κανένας πελάτης δεν ενοχλούσε ποτέ αυτά τα σπίτια».

Η Μπάρα γνώρισε δύο περιόδους ακμής. Την πολεμική περίοδο 1912-1918 και κατά την επίσης πολεμική περίοδο 1940-1949. Από το 1949 και μετά ξέφτισε για πάντα.

Πελάτες των σπιτιών της Μπάρας στην περίοδο 1912-1918 ήταν η ξελιγωμένη φανταρία – Έλληνες και οι πολυεθνείς στρατιές των Συμμάχων. Στη δεύτερη περίοδο γνώρισε ακμή «από τις βίζιτες των αγροτών, που κατέβαζαν τα προϊόντα τους στην πεινασμένη Θεσσαλονίκη, από τις βίζιτες των ταγματασφαλιτών και μαυραγοριτών, από τις βίζιτες των στρατιωτών και ανταρτοπλήκτων του εμφυλίου πολέμου».

Ανάμεσα στις φωτογραφίες που τραβήχτηκαν την περίοδο της πρώτης δόξας «υπάρχουν μερικές σ υ ν τ α ρ α κ τ ι κ έ ς φωτογραφίες πορνών της Μπάρας».
Αυτές κι άλλες πολλές σπάνιες πληροφορίες για τη μοναδική Μπάρα δίνει ο Πετρόπουλος στο βιβλίο του Το μπουρδέλο.
Τον Νοέμβριο του 1985, η Πολιτιστική Εταιρεία Πανόραμα ανατύπωσε τη σειρά των 21 καρτ ποστάλ, που παρουσίαζαν την Μπάρα και που τραβήχτηκαν μεταξύ 1915 και 1919, όσο δηλαδή παρέμεινε η Στρατιά της Ανατολής στο Μακεδονικό Μέτωπο.
Οι παραπάνω φωτογραφίες ανήκουν σ’ αυτή τη σειρά. Τις υπόλοιπες μπορείτε να τις δείτε στο άρθρο Τα κορίτσια της Μπάρας.

Δύο ζαχαροπλαστεία πολυτελείας, ένας ζαχαροπλάστης που δεν το ’βαζε κάτω και δυο χιλιάδες πιτσιρίκια

Είχαμε μιλήσει παλιότερα για το ζαχαροπλαστείο Δεσποτικό, που άνοιξε προπολεμικά ο Αντώνης Ακζιώτης στην οδό Μέρλιν στο Κολωνάκι, για τον άσχημο ρόλο του εκδότη Σαλίβερου, που του το άρπαξε μέσα απ’ τα χέρια, και για τον επίσης άσχημο ρόλο του Σπύρου Μελά, που παρασκηνιακά σιγοντάριζε το αφεντικό του. Το άρθρο μπορείτε να το διαβάσετε ΕΔΩ. Επανερχόμαστε βάζοντας στο σκηνικό τον Τσελεμεντέ, την εξωφρενική απόφαση της κυβέρνησης Τσαλδάρη για υποχρεωτική κατανάλωση σταφιδόψωμου και μια φιλανθρωπία που σταμάτησε την κυκλοφορία στο κέντρο της Αθήνας.

Η οδός Μέρλιν τη δεκαετία του ’30, όταν επί Κοτζιά γίνονταν έργα οδοποιίας. (Φωτογραφία από το αρχείο του ΕΛΙΑ)

Το 1932 ο Ακζιώτης είχε την ιδέα να ιδρύσει σχολή μέσα στο ζαχαροπλαστείο Δεσποτικό και να παραδίδει μαθήματα μαγειρικής και ζαχαροπλαστικής. Η ιδέα του ήταν πρωτότυπη και τα μαθήματα είχαν μεγάλη επιτυχία. Τα παρακολούθησαν «περισσότεραι των χιλίων ατθίδων» – δεσποινίδες και κυρίες πλούσιων οικογενειών, που ήθελαν να βελτιώσουν τις γνώσεις τους και κρατούσαν σημειώσεις. Τα μαθήματα έμοιαζαν πιο πολύ με κοσμικές συγκεντρώσεις και όταν μάλιστα επρόκειτο να παρευρεθούν δημοσιογράφοι, η τουαλέτα και το παρφέν πήγαινε σύννεφο.

Διαβάστε τη συνέχεια

Συνάδελφος του Χουντίνι

Φωτογραφία από το βιβλίο «Η Ελλάδα του μόχθου, 1900-1960», συλλογή Νίκου Πολίτη, έκδοση Ριζάρειον Ίδρυμα, Ίδρυμα Σταύρου Σ. Νιάρχου.

Ο μισόγυμνος αλυσοδεμένος άντρας, ένας υπαίθριος Χουντίνι της Ελλάδας, χωρίς τη λάμψη και τις ικανότητες του φημισμένου συναδέλφου του, προτείνει στο κοινό ένα γυαλιστερό γκιούμι, για να πέσει μέσα το «ό,τι προαιρείσθε». Ανώνυμος άνθρωπος του μόχθου, που με τη δύναμη των μυών του κερδίζει το ψωμί του.
Μια ιδέα της υπαίθριας παράστασής του μπορούμε να πάρουμε από την ταινία του 1964 «Ό,τι θέλει ο λαός». Εμφανίζεται σε μία σκηνή, γυρισμένη στην πλατεία Βικτωρίας, με φόντο το γλυπτό του Γιοχάνες Πφουλ «Θησεύς σώζων την Ιπποδάμειαν». Ισιώνει ένα πέταλο, αποκρούει με τους κοιλιακούς του ένα μαχαίρι, αλυσοδένεται για να ελευθερωθεί…

Αν εξασφάλισε ένα καλό μεροκάματο από αυτή του την εμφάνιση, τότε η ταινία έπιασε τόπο. Η συμμετοχή γνωστών και αγαπητών ηθοποιών, δεν μπόρεσε να σώσει το ανύπαρκτο σενάριο και την κουραστική σκηνοθεσία.
Στις μέρες μας, κάποιοι που ξέρουν από παγκόσμιες συνωμοσίες ανακάλυψαν ότι υπάρχουν στο σενάριο αριθμοί, τοποθετημένοι δήθεν αθώα σε διευθύνσεις ή τηλέφωνα, με σκοπό να περάσουν μηνύματα στο υποσυνείδητο των θεατών. Να ’χετε τον νου σας!

Στη γύρα και στα στέκια της παλιάς Θεσσαλονίκης – ο γαλατάς

Δύο γαλατάδες, έξω από τα ανατολικά τείχη, με τα γαϊδουράκια τους φορτωμένα, κατεβαίνουν στην πόλη, το 1916.

Ο γαλατάς αξημέρωτα γέμιζε τα τσίγκινα γκιούμια του με φρεσκοαρμεγμένο γάλα, τα φόρτωνε στο ζωντανό του και κατέβαινε στην πόλη. Ανάγγελλε την άφιξή του φωνάζοντας «γαλατάαας».

Οι χαρακτηριστικές φωνές των πουλητάδων, οι ήχοι μιας πόλης που στους δρόμους της περιδιαβαίνουν άνθρωποι και ζώα, οι μυρωδιές των μαχαλάδων, της αγοράς, των μαγειριών, θα μας μείνουν για πάντα άγνωστα. Χρωστάμε ευγνωμοσύνη στους λογοτέχνες και στους ερευνητές – εραστές της λεπτομέρειας– που με το έργο τους δίνουν εφόδια στη φαντασία μας να συνθέσει εικόνες και να ζωντανέψει φωτογραφίες. Για παράδειγμα, διάβαζα πρόσφατα ότι τα εβραϊκά σπίτια ξεχώριζαν, εκτός των άλλων, και από τη μυρωδιά των μαγειριών τους, γιατί οι νοικοκυρές τηγάνιζαν με σησαμέλαιο. Κι ενώ το σουσάμι στα εργαστήρια που το επεξεργάζονταν ανάδινε υπέροχη ευωδιά, το λάδι του στο τηγάνι μύριζε ανυπόφορα.
Ας ξαναγυρίσουμε στον γαλατά.

Γαλατάς στην αγορά της Θεσσαλονίκης, 1916.

Διαβάστε τη συνέχεια

Οικόπεδα με δόσεις

οικόπεδα Ακρόπολις 3-1-1940

1940

Η ανάγκη των ανθρώπων ν’ αποκτήσουν «ένα κεραμίδι για να βάλουν από κάτω το κεφάλι τους» έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης από τους επιτήδειους. Στήθηκαν μεγάλες επιχειρήσεις που αγόραζαν ή καταπατούσαν κομμάτια γης κοντά στην Αθήνα ή κοντά σε χωριά της Αθήνας ή ακόμα και σε έρημες περιοχές· τα χώριζαν σε όσο γινόταν περισσότερα τμήματα, τα βάφτιζαν οικόπεδα και τα πούλαγαν με μηνιαίες δόσεις.

1954 και 1964
Το τρεχούμενο νερό, οι ασφαλτοστρωμένοι δρόμοι, οι πλατείες και οι λεωφόροι, το σχολείο, η τακτική συγκοινωνία και ο ηλεκροφωτισμός θα παραμείνουν «υπό μελέτην».

Διαβάστε περισσότερα