«Στο πρόσωπο κάθε ανθρώπου είναι σκαμμένη η ζωή του»

Ο Κώστας Μπαλάφας απ’ όλες τις φωτογραφίες του θεωρούσε καλύτερη αυτή με του φτωχού τ’ αρνί.
«Την τράβηξα στο παζάρι των Ιωαννίνων τη Μεγάλη Εβδομάδα, το 1963. Αυτές τις μέρες κατέβαιναν οι χωρικοί απ’ τα χωριά τους κάνοντας και πέντε ώρες δρόμο, μ’ ένα αρνί στην πλάτη, για να το πουλήσουν και με τα χρήματα να πάρουν κάτι για τα παιδιά τους. Οι αστοί κάτω τους άφηναν και κατέρρεαν απ’ την πείνα και την κούραση και κοίταζαν να τους τα πάρουν στο τέλος όσο όσο. Πέτυχα αυτόν τον αποκαμωμένο άνθρωπο, ακριβώς την ώρα που το παζάρευε. Του ’δωσε ένα κατοστάρικο ο αγοραστής, «Έλα και πολλά σού δίνω, δώσε μου ρέστα ένα τάλιρο» και η απάντηση του δυστυχή: «Πού να το βρω, άνθρωπέ μου;» και αποχωρίζεται με τόσο πόνο το αρνί του, κοντεύοντας να κλάψει».

«Εμένα με ενδιέφερε ο άνθρωπος που υποφέρει. Και το πρόσωπο κάθε ανθρώπου είναι η θεατρική σκηνή στην οποία εκτυλίσσονται τα συναισθήματα, η ίδια η ζωή. Στο πρόσωπο κάθε ανθρώπου είναι σκαμμένη η ζωή του», θα πει ο ίδιος για το έργο του.
Πηγή

Χατζηχρήστος, ένας μάγος στην Αθήνα, στου Όθωνα τα χρόνια

Τον Οκτώβριο του 1848, μαζί με τον πρόωρο και βαρύ χειμώνα, κατέβηκε απ’ τα βουνά της Πίνδου, για να βρει την τύχη του στην Αθήνα, ένας μεσήλικας Γιαννιώτης, ο Χρήστος Χατζηχρήστος.
Όλη του η περιουσία ήταν τα ρούχα που φορούσε –η παραδοσιακή Ηπειρώτικη φορεσιά– κι ένα σακούλι μονίμως κρεμασμένο στον ώμο του.

Αθήνα, 1848.

Λεφτά για ξενοδοχείο, πανδοχείο ή έστω για ένα καμαράκι δεν είχε. Βρήκε καταφύγιο σε μια σπηλιά στην Πνύκα. Για να ζήσει, πουλούσε βοτάνια, όχι όμως από τα συνηθισμένα. Τα δικά του βοτάνια ήταν τριών λογιών και είχαν τις εξής μαγικές ιδιότητες: έβρισκαν γαμπρούς και νύφες σε όσους είχαν μείνει στο ράφι, εξασφάλιζαν τη γέννηση αρσενικών παιδιών κι έφερναν πίσω τον ξενιτεμένο. Τα βοτάνια εντόπιζε το φίδι, που μετέφερε πάντα μαζί του, κλεισμένο στο σακούλι.

Διαβάστε τη συνέχεια

Η απόπειρα κατά του Βενιζέλου και η ύποπτη Μίτση

Στην Αγγελική Βαρελλά που ανάμεσα στα πολλά που αγαπούσε ήταν οι αστείες ιστορίες και ο Γεώργιος Δροσίνης

Το ιστορικό σκηνικό
Στις 6 Ιουνίου 1933, επί πρωθυπουργίας Τσαλδάρη, έγινε δολοφονική απόπειρα κατά του Βενιζέλου. Ο Βενιζέλος δεν έπαθε τίποτα, τραυματίστηκε όμως η σύζυγός του και σκοτώθηκαν μέλη της φρουράς του.
Η δικαιοσύνη κλήθηκε να διαλευκάνει την υπόθεση. Τις ανακρίσεις ανέλαβε το 4ο ανακριτικό γραφείο και ο ανακριτής Τζωρτζάκης, ο οποίος κατηγορήθηκε ότι «έκανε τεράστιες γκάφες υπέρ των κατηγορουμένων και κατά της δικαιοσύνης» και σύντομα παύθηκε από τα καθήκοντά του.
Στους δικαστικούς κύκλους κυκλοφόρησαν διάφορα ανέκδοτα εις βάρος του, όπως η ιστορία της Μίτσης.

Η ύποπτη Μίτση
Ο Τζωρτζάκης κάθε μέρα ανακάλυπτε και νέους ενόχους της απόπειρας. Ανάμεσα στα τηλεγραφήματα που είχε παραλάβει από το τηλεγραφείο, ξεχώρισε κάποιο που απευθυνόταν στην Κάκια Δροσίνη και το οποίο έγραφε: «Δυναστεία Βασιλικής υγιαίνει. Μίτση εντάξει». Του φάνηκε ύποπτο και αναζήτησε τον αποστολέα. Ο αποστολέας, ένας χρηματιστής από την Κηφισιά ονόματι Δημητριάδης, είδε με έκπληξη μπροστά του αστυνομικούς να του ανακοινώνουν ότι έχουν εντολή να τον συνοδεύσουν στο 4ο ανακριτικό γραφείο. Εκεί ο Τζωρτζάκης του ανακοίνωσε ότι έχει στα χέρια του στοιχεία που τον ενοχοποιούσαν. Τον ρώτησε πού βρισκόταν το βράδυ της απόπειρας και επίσης ζήτησε να του αποκαλύψει ποια ήταν η Μίτση και ποιος ο πιθανός ρόλος της στην απόπειρα.

Το πρώτο ερώτημα ήταν εύκολο να απαντηθεί. Ο χρηματιστής βρισκόταν με την αδελφή του σε φιλικό σπίτι. Όσο για το δεύτερο ερώτημα… Η Μίτση; Ποια Μίτση; Κάποια Μίτση που γνώριζε ήταν εκ προοιμίου αθώα.

Ο ανακριτής δεν πείσθηκε από τις εξηγήσεις του Δημητριάδη και κάλεσε την αδελφή του, Αριστέα Δημητριάδη.
— Αν δεν απατώμαι έχετε μία φίλη, ονόματι Μίτση. Έχετε την καλοσύνη να μου πείτε το επώνυμο και τη διεύθυνσή της;
— Μίτση, Μίτση… Όχι, δεν έχω τέτοια φίλη.
— Είστε όμως φίλη με την Κάκια Δροσίνη, έτσι δεν είναι;
— Συνδεόμαστε οικογενειακώς, απάντησε η ανακρινόμενη, που είχε αρχίσει να υποψιάζεται πού πήγαινε το πράγμα.
— Λοιπόν, είστε φίλες με την Κάκια Δροσίνη και ισχυρίζεστε ότι δεν ξέρετε καμία Μίτση, ενώ εγώ έχω στα χέρια μου αυτό το τηλεγράφημα που πληροφορείτε τη φίλη σας ότι η Μίτση είναι εντάξει, είπε σε αυστηρό τόνο ο ανακριτής.

Η Αριστέα έβαλε τα γέλια. Στη συνέχεια του εξήγησε όσο πιο απλά μπορούσε ότι η Μίτση ήταν γάτα.

— Όταν η φίλη μου Κάκια Δροσίνη, έφυγε για θερινές διακοπές στον Ωρωπό, μου έγραψε και μου ζήτησε να πηγαίνω στο σπίτι της, στην οδό Πολυτεχνείου, και να ταΐζω τη γάτα της, τη Μίτση. Όταν πήγα στο σπίτι βρήκα τη Βασιλική, την υπηρέτρια, να έχει φροντίσει για όλα, η οποία μάλιστα εκμεταλλευόμενη την απουσία των κυρίων του σπιτιού, φιλοξενούσε την οικογένειά της. Πάντα την πειράζαμε ότι έχει μεγάλη οικογένεια, δυναστεία ολόκληρη. Έγραψα, λοιπόν, το κείμενο του τηλεγραφήματος που έχετε στα χέρια σας και το έδωσα στον αδελφό μου να το στείλει στην Κάκια Δροσίνη.

Η γάτα Μίτση στην αγκαλιά της κυράς της, Κάκιας Δροσίνη.

Ο ανακριτής κοκκίνισε, ίδρωσε, ξερόβηξε, αναλογίστηκε τις συνέπειες της γκάφας του και ζήτησε από την Αριστέα και τον αδελφό της να ξεχάσουν ό,τι έγινε και να μην πουν τίποτα σε κανέναν.
Όμως, αυτά κυκλοφορούν!

Το σπίτι της Μίτσης, ένα ιστορικό κτίριο

Οι μέλισσες τον χειμώνα, ο φυσιοδίφης και ο αρχαιοκάπηλος

Ελληνική κυψέλη του 1676. Σχέδιο του Τζορτζ Γουίλερ (Sir George Wheler) από το βιβλίο του Ταξίδι στην Ελλάδα, που εκδόθηκε το 1682.
Οι ελληνικές κυψέλες έμοιαζαν με καλάθια χωρίς πάτο. Ήταν φτιαγμένες από λυγαριά ή ιτιά και ήταν επιχρισμένες με λάσπη. Στην ανοιχτή κορυφή οι μελισσοκόμοι τοποθετούσαν ράβδους κι έτσι μπορούσαν να επιθεωρούν και να αφαιρούν τις κερήθρες.
Οι ξύλινες κυψέλες σαν κουτιά εμφανίστηκαν το 1768.

Στον μικρόκοσμο της κυψέλης, τον χειμώνα, οι μέλισσες συγκεντρώνονται γύρω από τη βασίλισσα, σχηματίζοντας τη μελισσόσφαιρα. Όποια και αν είναι η εξωτερική θερμοκρασία, στο κέντρο της μελισσόσφαιρας είναι πάντα καλοκαίρι. Τα σώματα των μελισσών διατηρούν σταθερή θερμοκρασία 35 βαθμών, έτσι τα ωάρια της βασίλισσας και το σπέρμα που έχει αποθηκεύσει στο σώμα της ούτε αλλοιώνονται ούτε καταστρέφονται.
Οι μέλισσες προστατεύουν τη βασίλισσα και ο καλός μελισσοκόμος προστατεύει ολόκληρο το σμήνος. Έχει φροντίσει, προτού πιάσουν τα κρύα, να τοποθετήσει στις κυψέλες κηρόπανο και σε μία τρύπα, ακριβώς πάνω από τη μελισσόσφαιρα, να βάλει ζαχαροζύμαρο. Το κηρόπανο προστατεύει την κυψέλη από το κρύο και το ζαχαροζύμαρο δίνει στις μέλισσες την απαραίτητη ενέργεια, ώστε να μην χρειάζεται να εγκαταλείψουν τη θέση τους για ν’ αναζητήσουν τροφή σε ψυχρότερα τμήματα της κυψέλης. Οι μέλισσες καταναλώνουν πολλή ενέργεια για να διατηρήσουν σταθερή τη θερμοκρασία στη μελισσόσφαιρα και έχουν ανάγκη από δυναμωτική τροφή. Χωρίς το ζαχαροζύμαρο θα πέθαιναν από εξάντληση και χωρίς το κηρόπανο θα πέθαναν από το κρύο.

Έχει και συνέχεια… Ποιος ήταν και τι έκανε ο Τζορτζ Γουίλερ

Η μοτοσικλέτα

Κατοχή. Κάπου στην Αιτωλοακαρνανία. Κάποια νύχτα, μια ομάδα αντάρτες περπατούσε αθόρυβα για να φτάσει σε καταφύγιο. Απόλυτη ησυχία τριγύρω και μεταξύ τους ούτε ψίθυρος για να μην προδοθούν. Ξάφνου, ένας τους αλαφιάστηκε. Άκουσε θόρυβο μοτοσικλέτας. «Γερμανοί!», σκέφτηκε. Σε λίγο άκουσαν κι οι άλλοι ίδιο θόρυβο. Κάποιος έβαλε το αυτί του στο χώμα και σιγουρεύτηκε. Κοιτάχτηκαν με αγωνία. «Γερμανική μοτοσικλέτα έρχεται». Συνέχισαν τον δρόμο τους καρδιοχτυπώντας και ο ήχος της μηχανής τους ακολουθούσε. Η μηχανή όμως δεν φαινόταν. Ξαναστάθηκαν. Ο ήχος στάθηκε κι αυτός.
Μια φουκαριάρα γάτα, ευχαριστημένη που βρήκε ανθρώπους, τους είχε πάρει από πίσω και γουργούριζε.
Αναστέναξαν ανακουφισμένοι και της πέταξαν πέτρες να τη διώξουν.


Η φωτογραφία είναι από την ομάδα του fb Αιτωλία και Ακαρνανία στο πέρασμα του χρόνου, Aetolia Acarnania tempus και δείχνει γερμανούς μοτοσικλετιστές στις στροφές στα Ρέτσινα, κοντά στην Αγριλιά, στον δρόμο για το Μεσολόγγι, τον Απρίλιο του 1941. Στο βάθος δεξιά είναι η Βαράσοβα.

Ο Ιππόδρομος του Φαλήρου (δεν είχαμε κι άλλον).

Κατεβαίνοντας τη Συγγρού, στο Δέλτα του Φαλήρου, συναντούσε κανείς τον Ιππόδρομο, με τη χαρακτηριστική πράσινη περίφραξή του. Κατασκευάστηκε τη δεκαετία του ’20 και άρχισε να λειτουργεί τον Απρίλιο του 1925.
Στις 20 Απριλίου έγιναν τα εγκαίνια και μαζεύτηκε όλη η Αθήνα. Υπουργοί, βουλευτές, διπλωμάτες, αξιωματικοί, μεγαλοαστοί, κοσμικοί, δημοσιογράφοι, ηθοποιοί… Άνθρωποι από τις πλούσιες συνοικίες, τις λαϊκές γειτονιές και τους προσφυγικούς συνοικισμούς. «Πλήρης ισότης και ισοπέδωσις των τάξεων». Τουλάχιστον πενήντα χιλιάδες άνθρωποι, από τους οποίους οι είκοσι χιλιάδες πλήρωσαν εισιτήριο και οι υπόλοιποι ήταν τζαμπατζήδες.

1926

Συνεχίστε το διάβασμα

Ο αφορισμός

Το Hellas Special αγαπάει τον Σταμ. Σταμ. για το χιούμορ του, την ευστροφία του, τη διεισδυτική ματιά του και την ακούραστη πένα του, που μας άφησε πάμπολλες σελίδες με απολαυστικά κείμενα και ζωντανά σκίτσα. Παρ’ όλο που κατείχε δημόσιες θέσεις, είναι ο άνθρωπος που, όπως έγραψε ο Ηλίας Πετρόπουλος, «ξεφτίλισε δια παντός το ελληνικό δημόσιο».
Το παρακάτω χρονογράφημα, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Μακεδονία το 1939, δεν ασχολείται με το ελληνικό δημόσιο, αλλά με έναν αφορισμό. Το κείμενο του αφορισμού είναι ένα τρομακτικό μνημείο σκοταδισμού, μίσους και κακίας. Και μια που προχτές, το γνωστό φασιστοειδές υποκείμενο της Εκκλησίας αφόρισε (χωρίς πιστοποίηση ISO από τα κεντρικά) τρία πρόσωπα της πολιτικής σκηνής, θυμήθηκα αυτό το έξυπνο κείμενο και σας το παρουσιάζω.

Ο πάρεδρος. Σκίτσο του Σταμ. Σταμ., που συνόδευε το χρονογράφημα.

Σ’ όλα μερακλής ο πάρεδρος και η σκούφια του μετάξι, αλλά στα μανάρια που διέτρεφε δεν τον έφθανε κανένας στο χωριό.
Και ήταν το μανάρι του παρέδρου ο θαυμασμός και ο πειρασμός όλων, όταν περνούσε, δασύμαλλο, παχύμαλλο, μακρόμαλλο, καμαρωτό, με κέρατα στριμμένα και με γαλάζιες χάνδρες για το μάτι εις το μέτωπο.
Ο θαυμασμός κι ο πειρασμός και η λιχουδιά των πάντων!
Το διέτρεφε, καθώς έλεγε, με παξιμάδι για να κάμει το κρέας τρυφερό και με μυρωδικά βοτάνια, για να νοστιμίσει και ήτανε τετράπαχο, σκαστό και θα γινότανε ψητό λουκούμι, όταν, για τη γιορτή της Λέγκως, της κόρης του παρέδρου, θα θυσιαζόταν.
Άλλο λουκούμι η Λέγκω, μοσχομυριστό, δυσκολομύριστο, σκαστό και παχουλό.
Αλλά η Λέγκω δεν ήταν για τα δόντια όλων των συγχωριανών, ενώ το μανάρι ήταν τόσο για τους νέους όσο και για τους γέρους και ακόμα και για τις φαφούτες τις γριές…

Συνεχίστε, έχει κι άλλο…

Η Καλοερίνα

Οι θειάδες και οι μπαρμπάδες από το σόι του πατέρα μου έδιναν σ’ εμάς τους μικρότερους την ευχή να πάρουμε τα χρόνια της προγιαγιάς μας της Καλοερίνας, που πέθανε 105 χρονών, και μέχρι τα τελευταία της ήταν αεικίνητη, είχε όλα της τα δόντια γερά και το μυαλό ξυράφι.
Η προγιαγιά ήταν κάτι σαν θρύλος για μας που δεν την είχαμε γνωρίσει. Ούτε φωτογραφία της υπήρχε για να δούμε, μπορούσαμε, όμως, να τη φανταστούμε. Κάτω απ’ το Αλογοβούνι, στο χωριό της Καλοερίνας, όπως και στα περισσότερα χωριά της ηπειρωτικής Ελλάδας, όλες οι ηλικιωμένες γυναίκες έμοιαζαν λίγο πολύ –λιγνές, με πρόσωπα σκαμμένα, χέρια ταλαιπωρημένα, μαυροντυμένες και με τα μαλλιά πλεγμένα κοτσίδες κάτω απ’ το τσεμπέρι– σαν την Ηπειρώτισσα στη φωτογραφία του Κώστα Μπαλάφα.
Δεν ρώτησα ποτέ από τι πέθανε, γιατί προεξοφλούσα ότι πήγε από γεράματα. Μια φορά όμως το ’φερε η κουβέντα κι έμαθα αυτό το θαυμαστό:
— Και ξέρεις από τι πήγε; Βγήκε μια μέρα να κυνηγήσει το άλογο κι έπεσε. Έτσι έφυγε η Καλοερίνα!
Εκατόν πέντε χρονών και όχι απλώς βγήκε για το άλογο, βγήκε να το κυνηγήσει κιόλας. Τι να πεις;

Ένας σκύλος 80 χρόνων, ο σκύλος της Κυψέλης, και ο γλύπτης Ευριπίδης Βαβούρης

Το «Λαγωνικό σκυλί» της Κυψέλης, έργο του γλύπτη Ευριπίδη Βαβούρη, φωτογραφημένο στα τέλη του ’50 ή στις αρχές του ’60.

Το μαρμάρινο λαγωνικό της Κυψέλης ίσως δεν είναι πολύ γνωστό στους Αθηναίους. Πάντως στους Κυψελιώτες είναι ιδιαίτερα αγαπητό. Βρίσκεται στη Φωκίωνος Νέγρη, στο ύψος της οδού Έκτορος.
Για ποιο λόγο αποφάσισε ο δήμος Αθηναίων να στολίσει την Κυψέλη με το άγαλμα ενός σκύλου; Άγνωστο. Πάντως ήταν μια ευτυχής στιγμή.
Έχουν ακουστεί ιστορίες που θέλουν να δώσουν απάντηση στο ερώτημα: ότι το άγαλμα είναι εμπνευσμένο από έναν σκύλο που έμεινε να περιμένει πιστά το πεθαμένο αφεντικό του ή που έσωσε τη ζωή ενός κοριτσιού από τις ρόδες ενός αυτοκινήτου. Το πιο πιθανό είναι πως αυτά ανήκουν στη σφαίρα της φαντασίας.

Συνεχίστε, έχει κι άλλο…

Ένας φίλος που χάνεται

Γενναίο, πιστό, έξυπνο, δυνατό και ακούραστο. Το τσοπανόσκυλο είναι ένα ζώο πολύτιμο! Από τα αρχαία χρόνια η φυλή του ελληνικού ποιμενικού συντροφεύει τον τσοπάνο, φυλάει το κοπάδι, προστατεύει από τον κίνδυνο, χύνεται στον εισβολέα.
Όταν ο Σταμ. Σταμ. ανέβηκε στο Καϊμακτσαλάν και είδε τα σκυλιά των Σαρακατσάνων τα αποκάλεσε αρκουδόσκυλα. Τα τσοπανόσκυλα φτάνουν τα 60 με 70 κιλά βάρος και τους 75 πόντους ύψος.
Η κλειστή νομαδική ζωή των αφεντικών τους τα προφύλαξε από την επαφή με άλλα σκυλιά και η φυλή διατηρήθηκε καθαρή για αιώνες. Όμως η αστικοποίηση των νομάδων και οι ανεξέλεγκτες διασταυρώσεις είχαν σαν αποτέλεσμα να γίνει ο ελληνικός ποιμενικός είδος υπό εξαφάνιση.