Τον καιρό του πολέμου, στο χωριό του πατέρα μου, τη Χρυσοβίτσα Ξηρομέρου, έγινε μια ιστορία που στοίχειωσε τον ύπνο των γερόντων και για την οποία απόφευγαν να μιλούν. Πρόκειται για την ιστορία της άδικης εκτέλεσης δυο νέων, που έμεινε να λέγονται «τα βλαχάκια», και της ένοχης σιωπής ενός χωριού.
Η υπόθεση αφέθηκε στον χρόνο για να ξεχαστεί. Είναι κι αυτός ένας τρόπος για να συνεχιστεί η ζωή, κυρίως μετά από δραματικές περιόδους με αναπόδραστες εξελίξεις, όπως ήταν ο πόλεμος κι η Κατοχή, που άλλαξαν ριζικά τη ζωή και το πνεύμα των ανθρώπων. Βέβαια, υπήρχαν φωνές που θύμιζαν τα γεγονότα και υπενθύμιζαν ότι η συγγνώμη έμεινε ανεξόφλητο χρέος.
Ο πατέρας μου, ο αείμνηστος Αθανάσιος Ι. Σώλος, ήταν μία από αυτές τις φωνές, ίσως η δυνατότερη και πιο επίμονη. Τον καιρό που συνέβη το τραγικό γεγονός, ήταν οργανωμένος στο ΕΑΜ και, μαζί με άλλους νεαρούς αγωνιστές, παρότρυνε το χωριό να πει την αλήθεια. Αυτό δεν έγινε ούτε στις ανακρίσεις ούτε στο στρατοδικείο, με αποτέλεσμα ο ένοχος να γλιτώσει και –το χειρότερο– να σπιλωθούν σαν φονιάδες, να καταδικαστούν και να στηθούν μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα δυο αθώοι.
Ο τότε νεαρός ΕΑΜίτης, δικηγόρος πλέον στην Αθήνα, όλα του τα χρόνια, παρέμεινε αμετακίνητος στη θέση του ότι το χωριό έπρεπε ν’ αποκαταστήσει τη μνήμη των δύο νέων και να ζητήσει δημόσια συγγνώμη. Ούτε αυτό έγινε. Προτού πεθάνει, ο πατέρας μου παρέδωσε γραπτά την ιστορία. Είναι ένα από τα κείμενα που βρέθηκαν στο προσωπικό του αρχείο, πολύτιμες καταγραφές. Το δημοσιεύω.
Τα βλαχάκια – Οι δύο αδελφοί Σαπλαούρα
του Αθανασίου Ι. Σώλου
Το χωριό μας βαραίνει ακόμα η κατάρα της χαροκαμένης μάνας. Η κατάρα της βλάχας!
Βλάχος είναι για μας στη Χρυσοβίτσα ο παραχειμάζων κτηνοτρόφος που κατεβαίνει από τα Άγραφα ή την Ήπειρο στα μέρη μας, που είναι χειμαδιά.
Ο Μήτσος Σαπλαούρας με την οικογένειά του κατέβαινε από τα Πράμαντα της Άρτας και παραχείμαζε στην κοινοτική περιφέρεια του χωριού μας με τα λίγα πρόβατά του.
Στα 1942 ήταν εγκατεστημένος, από το φθινόπωρο του 1941, στη θέση Μιγκούσες της περιφέρειάς μας, κάτω απ’ το Κακό Λαγκάδι. Εκεί έστησε τα κονάκια του και τη στάνη του για να ’ναι σε ανάμερο και από τους χωροφύλακες και από τους Ιταλούς. Έσμιξε τα πρόβατά του με τους ντόπιους, για να έχει το κεφάλι του ήσυχο από τυχόν ζημιές, και ζούσε εκεί το βίο του παραχειμάζοντα κτηνοτρόφου με όλες τις πίκρες και τις χαρές του. Μόνο που οι πίκρες είναι πολύ περισσότερες και ελάχιστες οι χαρές του.
Διαβάστε τη συνέχεια