Στο Αλκαζάρ του Σταθμού Λαρίσης

Το Αλκαζάρ, με καρέκλες και τραπέζια καφενείου και με σερβιτόρους, με άσπρο σακάκι και παπιγιόν, που πηγαινοέρχονται σερβίροντας.

Το Αλκαζάρ ξεκίνησε το 1924 σαν βαριετέ. Από το1928 και μέχρι το τέλος της ζωής του λειτουργούσε ως σινεμά, με εξαίρεση το διάστημα από το 1941 ως το 1948 που λειτούργησε και πάλι ως βαριετέ. Όταν ο βωβός κινηματογράφος έγινε ομιλών, το 1930, το Αλκαζάρ ήταν το πρώτο θερινό σινεμά που εγκατέστησε σύστημα ήχου (ένα πρωτόγονο σύστημα με γραμμόφωνο).
Βρισκόταν στην οδό Δηλιγιάννη στη γωνία με την οδό Ψηλορείτη, δυο δρόμους πιο κάτω από τη γειτονιά του Αγίου Παύλου και την οδό Χίου, όπου αργότερα ο Φιλοποίμην Φίνος έφτιαξε τα στούντιο της Φίνος Φιλμ. Ο Φίνος, άλλωστε, ο πρώτος επιχειρηματίας του Αλκαζάρ και ο ιδιοκτήτης του ακινήτου.
Η περιοχή ήταν ένας από τους καλλιτεχνικούς κόμβους της Αθήνας, καθώς εκτός από τους κινηματογράφους υπήρχαν και τα θέατρα Περοκέ και Βέμπο. Και σίγουρα ήταν πολύ ιδιαίτερη αφού από τον σταθμό Λαρίσης ξεχύνονταν κάμποσες φορές τη μέρα ταξιδιώτες από την επαρχία – οι τύποι των επαρχιωτών με το καλάθι και το τσεμπέρι που σατιρίζoνταν στις επιθεωρήσεις.

Έχει και συνεχεια…

Μακαρόνια Μέλισσα – νοστιμιά με ιστορία

Εδώδιμα-αποικιακά στο χωριό
Το 1920, τα δύο μεγαλύτερα παιδιά της οικογένειας Κίκιζα, άνοιξαν μπακάλικο σε πολυσύχναστο σημείο του χωριού τους, κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό. Χρυσωρυχείο!

Το μπακάλικο στο χωριό. Η Μάσκλινα, σήμερα Ελαιοχώρι Αρκαδίας, ήταν κεφαλοχώρι, διέθετε σταθμό Χωροφυλακής, ταχυδρομείο, σαμαρτζίδικα, πεταλωτήρια, ταβέρνες, λιοτρίβια και συγκέντρωνε πολύ κόσμο από τις γύρω περιοχές.
(Φωτο: από το publishing.gr)

Μεγαλομπακάλικο στην πρωτεύουσα – Στου Κίκιζα
Σε πέντε χρόνια, ο μεγαλύτερος αδερφός πήγε στην πρωτεύουσα και άνοιξε κατάστημα τροφίμων στον Κολωνό, Λένορμαν και Παλαμηδίου γωνία. Σε λίγο καιρό τον ακολούθησαν τα δέκα από τ’ αδέρφια του. Δώδεκα ήταν συνολικά. Το στερνοπούλι της οικογένειας, ο Αλέξανδρος, έμεινε πίσω, αλλά θα εμφανιστεί δυναμικά στη συνέχεια. Ρίχτηκαν όλοι μαζί στη δουλειά και το παντοπωλείο έγινε μια μεγάλη επιχείρηση με πολλούς υπαλλήλους και δύο ταμειακές μηχανές. Προπολεμικό μπακάλικο με ταμειακές μηχανές; Ούτε στας Ευρώπας!

Διαβάστε τη συνέχεια…

Τα φορητά πικάπ Τεπάζ

Δύο μοντέρνες νέες χορεύουν στους ήχους ενός φορητού πικάπ. Σκηνή από κάποια κωμωδία της δεκαετίας του ’60.

Διαφήμιση των πικάπ Τεπάζ, από εφημερίδα του 1964.

Τα πικάπ Τεπάζ ήταν φορητά, ρεύματος και μπαταρίας και έπαιζαν δίσκους 16 (;), 33, 45 και 78 στροφών. Μονοφωνικά, βέβαια. Ο ήχος έβγαινε από το ηχείο που βρισκόταν στο καπάκι.
Η εταιρεία Teppaz ιδρύθηκε το 1931 στη Λυών από τον Μαρσέλ Τεπάζ και έγινε διάσημη στον χώρο των ηλεκτρονικών εξαρτημάτων, ηχείων, ενισχυτών και φωνόγραφων. Στη δεκαετία του ’60 γνώρισε τεράστια επιτυχία με τα φορητά πικάπ, σαν μικρά φουσκωτά βαλιτσάκια, που έγιναν αμέσως δημοφιλή, κυρίως μεταξύ των νέων. Κατασκευάστηκαν και πουλήθηκαν εκατομμύρια κομμάτια σε όλον τον κόσμο.


Σήμερα ανακάλυψα ένα πικάπ Teppaz, μοντέλο Tourist. Το μόνο του πρόβλημα είναι ότι έχει χαλάσει το πλαστικό όπου ακουμπάει ο δίσκος. Κατά τα άλλα, λειτουργεί μια χαρά!

Τα κόλπα του θείου Βαγγέλη και το σωστό τσάι

Σας έχω μιλήσει (ΕΔΩ) για τον θείο Βαγγέλη, τον συνθέτη Λυκιαρδόπουλο.

Όταν οι γιατροί τον υποχρέωσαν να κόψει το κάπνισμα, ο Βαγγέλης, που κάπνιζε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, πέρασε πολύ δύσκολα και κατέφευγε σε διάφορα κόλπα για να τραβάει μία δυο τζούρες στα μουλωχτά. Το πιο απλό και αποτελεσματικό κόλπο του ήταν ότι άναβε ένα τσιγάρο, τράβαγε μια δυο απολαυστικές ρουφηξιές και ύστερα το έδινε στη σύζυγό του, ως ένδειξη τρυφερότητας. Αποτέλεσμα: η θεία έφτασε να καπνίζει τα τετραπλάσια τσιγάρα απ’ το συνηθισμένο, μέχρι που την ειδοποιήσαμε και του έβαλε φρένο.
Όταν για λόγους υγείας υποχρεώθηκε να κάνει κράτει στο φαγητό, ο (μα, πόσο πανούργος!) θείος Βαγγέλης ανέσυρε επιδέξια την κοινωνικά ξεχασμένη συνήθεια των τσαγιών. Ξαφνικά οι προσκλήσεις των Λυκιαρδοπουλαίων για τσάι άρχισαν να πέφτουν βροχή.

Τον θείο δεν τον ενδιέφερε καθόλου το τσάι· έπινε ένα φλιτζάνι και μετά το γύρναγε στο ουίσκι, που κάνει καλό στην καρδιά. Τον ενδιέφεραν οι πλούσιες πιατέλες με τα αλμυρά και τα γλυκά. Κρυμμένος ανάμεσα στους καλεσμένους και πουλώντας τη σχετική ομίχλη, ο θείος Βαγγέλης καταβρόχθιζε απαγορευμένες ποσότητες. Αιωνία του η μνήμη!
Το τσάι φτιαχνόταν στην κουζίνα και ερχόταν έτοιμο για σερβίρισμα, μέσα σε μεγάλες τσαγιέρες. Φακελάκια, φύσημα του τσαγιού για να κρυώσει και μπισκότα να κολυμπάνε στο φλιτζάνι δεν ήταν αποδεκτά. Με άλλα λόγια, παρ’ όλο που ήταν πρόφαση για μάσες και παρ’ όλο που οι καλεσμένοι ήταν μερικοί αγαπημένοι συγγενείς και φίλοι, το τσάι ήταν πολύ καθώς πρέπει.
Θυμήθηκα αυτά και αναζήτησα ένα απόσπασμα της Ελένης Χαλκούση, που θα φανεί πολύ χρήσιμο σε όσους αγαπάνε το τσάι, αλλά όχι σε φακελάκι.

Διαβάστε τη συνέχεια

Ο Ιππόδρομος του Φαλήρου (δεν είχαμε κι άλλον).

Κατεβαίνοντας τη Συγγρού, στο Δέλτα του Φαλήρου, συναντούσε κανείς τον Ιππόδρομο, με τη χαρακτηριστική πράσινη περίφραξή του. Κατασκευάστηκε τη δεκαετία του ’20 και άρχισε να λειτουργεί τον Απρίλιο του 1925.
Στις 20 Απριλίου έγιναν τα εγκαίνια και μαζεύτηκε όλη η Αθήνα. Υπουργοί, βουλευτές, διπλωμάτες, αξιωματικοί, μεγαλοαστοί, κοσμικοί, δημοσιογράφοι, ηθοποιοί… Άνθρωποι από τις πλούσιες συνοικίες, τις λαϊκές γειτονιές και τους προσφυγικούς συνοικισμούς. «Πλήρης ισότης και ισοπέδωσις των τάξεων». Τουλάχιστον πενήντα χιλιάδες άνθρωποι, από τους οποίους οι είκοσι χιλιάδες πλήρωσαν εισιτήριο και οι υπόλοιποι ήταν τζαμπατζήδες.

1926

Συνεχίστε το διάβασμα

Το Μπράσο και ο μπράσερ

Το Brasso είναι βερνίκι που καθαρίζει και γυαλίζει αντικείμενα από χαλκό, ορείχαλκο, χρώμιο και ανοξείδωτο ατσάλι. Φτιάχτηκε στη Βρετανία από την εταιρεία Reckitt & Sons το 1905.

Το Βrasso είναι εύφλεκτο. Οι σιδηροδρομικές εταιρείες το χαρακτήριζαν επικίνδυνο εμπόρευμα και χρέωναν πολύ ακριβά τη μεταφορά του. Στην ταινία Σαμποτάζ (1936) του Χίτσκοκ, ο εισπράκτορας κάνει χάρη στο αγόρι, που κρατάει δύο μπομπίνες κινηματογραφικής ταινίας, και το αφήνει ν’ ανέβει στο κόκκινο διώροφο λεωφορείο, παρ’ όλο που κάτι τέτοιο απαγορευόταν, γιατί το φιλμ ως εύφλεκτο υλικό, είχε χαρακτηριστεί επικίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια.
Παρ’ όλες τις δυσκολίες, το Βrasso είχε μεγάλη επιτυχία στη Βρετανία και σύντομα εκτόπισε άλλα παρεμφερή προϊόντα.

Διαβάστε τη συνέχεια

Να ’τα και τ’ αραπάκια!

Όταν έγραφα για το ρύζι μπάρμπα Μπεν και το τυρί Αραπάκι, μου είχε κολλήσει ο στίχος:
Πού ’ναι, μπάρμπα, τ’ αραπάκια,
πού ’ν’ ο Κόκκινος Στρατός.
..
Έψαξα πολύ να βρω το τραγούδι, αλλά δεν υπήρχε στο διαδίκτυο, ρώτησα και φίλους… τίποτα. Τη λύση έδωσαν για μια φορά ακόμα οι κασέτες (ξέρετε, εκείνα τα πλακέ πραγματάκια με τα δύο καρούλια μέσα). Και να, ορίστε το καταπληκτικό τραγούδι, από τα Τραγούδια του Καραγκιόζη, που ήταν και η πρώτη εμφάνιση του Στέλιου Διονυσίου στη δισκογραφία.

Έχει κι άλλο…

Οβομαλτίνη σε κόμικ και κόμικ-στριπ

Έχουμε ξαναμιλήσει για την Οβομαλτίνη, κυρίως γιατί οι (εισαγόμενες) διαφημίσεις της ήταν σε μορφή κόμικς, πράγμα πρωτότυπο για τη δεκαετία του ’30.

1938

Το θέμα είναι ένα ανόρεχτο αγόρι, που συνεχώς χάνει βάρος και δυνάμεις απελπίζοντας τους δικούς του. Όλα αλλάζουν εντυπωσιακά, μόλις δοκιμάζει την Οβομαλτίνη.

Διαβάστε τη συνέχεια

Λόλα, να μία βούρτσα!

Άραγε ποια ανάγκη μας έκανε να εισάγουμε το 1953 βούρτσες για το πλύσιμο των κουζινικών από τη Γερμανία;
Η ίδια που μας έκανε να φέρνουμε σερπαντίνες από την Ιαπωνία;
Έτσι ρωτάω.

Σεντόνια, πετσέτες, μινιατούρες, βινύλια και βιβλία, όλα δώρα του Ρολ

ROL 1966
Ολοσέλιδη διαφήμιση του Ρολ σε γυναικείο περιοδικό, 1966

Το Ρολ ήταν spotless, γραφόταν στη διαφήμιση με ελληνικούς χαρακτήρες, γιατί ακόμα δεν ξέραμε καλά αγγλικά και επεξηγούσε ότι σπότλες είναι το λευκό χωρίς λεκέδες. Το περίεργο είναι ότι το Ρολ ήταν προϊόν ελληνικής εταιρείας, της ΒΙΑΝΥΛ.

ROL δώρα
Λεπτομέρεια της παραπάνω διαφήμισης του Ρολ.

Διαβάστε τη συνέχεια