Αποχαιρέτησαν για πάντα τον τόπο τους, το όμορφο Μελένικο, έβαλαν φωτιά στους προγονικούς τάφους και στα σπίτια τους και πήραν τον δρόμο της προσφυγιάς

Το όμορφο Μελένικο χτίστηκε σε μια βαθιά χαράδρα με ασβεστολιθικά πετρώματα. To κόκκινο κρασί του ήταν ονομαστό και διατηρούταν σε βαρέλια τεραστίων διαστάσεων στις τρυπητές, στις υπόγειες στοές κάτω από τα σπίτια, που είχαν σταθερή θερμοκρασία χειμώνα καλοκαίρι. Το Μελένικο εξελίχθηκε σε πλούσια εμπορική πόλη και κέντρο του Ελληνισμού στο βόρειο τμήμα της Ανατολικής Μακεδονίας. Σήμερα είναι χωριό της νότιας Βουλγαρίας και τουριστικό αξιοθέατο. 

Εφημερίδα Εμπρός, 4/17 Ιουλίου 1913

Το καλοκαίρι του 1913 οι κάτοικοι του Μελένικου γέμισαν χαρά κι ελπίδα, όπως συνέβη και με τους κατοίκους της Δοϊράνης και τόσων άλλων πόλεων, όταν υποδέχτηκαν ως απελευθερωτή τον Ελληνικό στρατό. Όμως, η συνέχεια ήταν τραγωδία και προσφυγιά. Σε λίγες μέρες, 28 Ιουλίου/10 Αυγούστου, υπογράφτηκε η συνθήκη του Βουκουρεστίου, που όρισε τα σύνορα της Ελλάδας μέχρι την οροσειρά του Μπέλλες κι έδωσε το Μελένικο στη Βουλγαρία.

Οι Μελενικιώτες, για να γλιτώσουν από τις μετά βεβαιότητος αναμενόμενες σφαγές και ωμότητες των κομιτατζήδων, πήραν την απόφαση να μετοικήσουν στην Ελλάδα υπό την προστασία του αποσυρόμενου Ελληνικού στρατού.

Διαβάστε τη συνέχεια

Ήταν μια πόλη μια φορά, όμορφη και πρόσχαρη, η Δοϊράνη

To οδοιπορικό του Σταμ.Σταμ. «Η Βόρειος Ελλάς απ’ άκρη σ’ άκρη» μας έδωσε μια σειρά από χρονογραφήματα και σκίτσα, πολύτιμες μαρτυρίες ενός ανθρώπου με διεισδυτικό και κριτικό πνεύμα, γνώσεις, χιούμορ, καλοσύνη και μεγάλη αγάπη για τον τόπο του. Το χρονογράφημά του για τη Δοϊράνη, την όμορφη πολιτεία με τα φωτεινά σπίτια και τους καλόκαρδους ανθρώπους, που τη χάλασε ο πόλεμος, για την πίκρα και την αβάσταχτη νοσταλγία των κατοίκων της που έφυγαν πρόσφυγες στη Θεσσαλονίκη, για τον απόκοσμο θρήνο των ζώων που απόμειναν στον έρημο τόπο, είναι από τα ωραιότερά του που έχω διαβάσει.

Η λίμνη Δοϊράνη όπως φαίνεται από την ελληνική πλευρά.
Φωτογραφία από το Google, Απρίλιος 2017.

Ένα παλιό μακεδονικό τραγούδι λέγει:
Της Δοϊράνης τα νερά
βγάζουν γλυκά τα ψάρια…
Αλλά δεν είναι της Δοϊράνης τα ψάρια μονάχα γλυκά. Είναι το σύνολό της. Η ατμόσφαιρά της, ο αέρας της, οι άνθρωποί της, τα νερά της. Είναι κάτι το ασύλληπτον και άυλον, που ήτανε χυμένο στον ουρανό της πόλεως και έκανε τα φύλλα των κλαρικών της γυαλιστά και γελαστά, πρόσχαρα τα λουλούδια της, ανοιχτά και γεμάτα φως τα σπίτια της, διάφανα διαμάντι τα νερά της λίμνης της και όλο μειδίαμα τους κατοίκους της και καλή καρδιά.
Αλίμονο!
Δεν γράφουμε σήμερα την περιγραφή της πόλεως, αλλά τελούμε το μνημόσυνό της!
Η Δοϊράνη, η ωραία και γλυκιά Δοϊράνη, δεν υπάρχει πια.

Διαβάστε τη συνέχεια

Τα νερά του Καϊμακτσαλάν

Τον Ιούλιο του 1936 ο Σταμ. Σταμ. ανέβηκε στην κορυφή του Καϊμακτσαλάν, στο παράξενο εκκλησάκι που οικοδομήθηκε από υλικά του πολέμου: τσιμέντα, σιδερόβεργες, συρματοπλέγματα, κάλυκες οβίδων, λόγχες, κράνη κ.λπ., για να παρευρεθεί στην ετήσια γιορτή στη μνήμη των Σέρβων πεσόντων του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.
Μας έδωσε μια σειρά χρονογραφήματα με πληροφορίες και σκίτσα, για τη σερβική γιορτή (ΕΔΩ) και για τους Σαρακατσάνους του Καϊμακτσαλάν (ΕΔΩ). Στο χρονογράφημά του για τις πηγές του βουνού βασίζεται το παρακάτω άρθρο.

Ο ναός, που είδαμε πιο πάνω σε σκίτσο του Σταμ. Σταμ., είναι αφιερωμένος στον προφήτη Ηλία.
Στο Καϊμακτσαλάν το καλοκαίρι κρατάει λίγο και ο χειμώνας αρχίζει νωρίς με δυνατούς ανέμους, βαριές ομίχλες, καταιγίδες και χιονοθύελλες. Η κορυφή του βουνού δεν ησυχάζει ποτέ. Το εκκλησάκι, σκεπασμένο με πάγο, αποκτάει μια απόκοσμη ομορφιά.

Στο Καϊμακτσαλάν η άνοιξη μπαίνει στο τέλος Ιουλίου
Στα απάγγεια του Καϊμακτσαλάν το χιόνι δεν έχει λυώσει. Ο Ιούλιος πλησιάζει στο τέλος του και μοιάζει σαν να μπήκε μόλις η άνοιξη. Η γη στολίζεται με χρώματα και ανθίζουν οι μενεξέδες. Στο χωριό Ρόντοβο (σήμερα Κορυφή Αλμωπίας), που είναι κάτω από τη βορινή κορφή του βουνού, τα στάχυα είναι καταπράσινα, ενώ στους κάμπους θέρισαν κι αλώνισαν κι έχουν ήδη αρχίσει να τρώνε ψωμί.
Ανεβαίνοντας στο βουνό οι μενεξέδες δεν είναι μοβ, είναι κίτρινοι, χρυσοκίτρινοι σαν σταλαγματιές φως μέσα στα κύματα της παχιάς πρασινάδας. Και η πρασινάδα αυτή, ένα περίεργο χορτάρι, σαν μακριές κλωστές, ποώδες, σφιχτό, πυκνό, καταπράσινο, υγρό και γυαλιστερό και κατακεντημένο από άνθη. Άνθη πρωτοφανή και περίεργα.

Ξένοι βοτανολόγοι μελέτησαν τη χλωρίδα του βουνού, μοναδική σε πλούτο, ποικιλία και σπουδαιότητα. Αλλά και οι δικοί μας…
Και οι δικοί μας; Οι δικοί μας, τι; Γραφείο, πρωτόκολλο, εγκύκλιοι, θεωρία και περίπατο στο Ζάππειο.

Οι δικοί μας όχι, τουλάχιστον στα χρόνια του Σταμ. Σταμ.

Διαβάστε τη συνέχεια

Οι τραγωδίες των άγριων ραδικιών

Ο Σταμ. Σταμ. στη δεκαετία του ’30 επισκέφθηκε τη Θεσσαλονίκη κι έγραψε μια σειρά από χρονογραφήματα που αποτυπώνουν τη ζωή της πόλης, από τα κεντρικά σημεία ως τις απόμερες γειτονιές. Το παρακάτω κείμενο είναι απόσπασμα χρονογραφήματος και «Οι τραγωδίες των άγριων ραδικιών» είναι ένας από τους υπότιτλούς του.

Πριν περάσουμε το φρούριο για να μπούμε εις την συνοικία του Εσκί Ντελίκ συναντάμε κάτι κατοικήματα ή μάλλον φωλεάς, που είναι κολλημένα εις την πλαγιάν του βράχου του φρουρίου, ωσάν πεταλίδες εις τα κοτρώνια της ακροθαλασσιάς.
Τα κατοικήματα αυτά φαίνεται ότι μεγαλώνουν κατά περιόδους χρονικάς. Ένας κυκλοτερής σωρός λίθων με μία λαμαρίνα από πάνω και κατεσκευάσθη η κουζίνα, άλλη μαντροειδής συσσώρευσις και έγινε το πλυσταριό.
Εκεί στεγάζεται ο κόσμος του καθημερινού γολγοθά, της βιοπάλης, ο εσταυρωμένος κόσμος, ο οποίος δεν βλέπει ανάστασιν ποτέ, αλλά ταφήν διηνεκώς, και του οποίου η μόνη παρηγορία και απολύτρωσις είναι η ειρήνη του θανάτου.

Διαβάστε τη συνέχεια

Η βρύση της Ροτόντας

Η οδός Αγίου Γεωργίου και στο βάθος η βρύση της Ροτόντας. Η σκηνή του δρόμου είναι σκηνοθετημένη από τον φωτογράφο. Μπροστά στη βρύση στέκεται ένας άνθρωπος, για να φανούν οι αναλογίες της σε σχέση με το ανθρώπινο μέτρο, ενώ σε πρώτο πλάνο, στην Αγίου Γεωργίου, ένας υπαίθριος πουλητής με το γαϊδουράκι του περιμένει χαλλλαρά την πελάτισσα να διαλέξει εμπόρευμα από τα κοφίνια.

Αριστερά: Η βρύση της Ροτόντας. Δεξιά: Άλλος ένας υπαίθριος πουλητής με το γαϊδουράκι του φορτωμένο κοφίνια και δίπλα στη βρύση μια γειτόνισσα.

Ένας πουλητής με γαϊδουράκι ήταν προνομιούχος, γιατί είχε… όχημα. Ο Σταμ. Σταμ. έχει περιγράψει τη φτώχεια των υπαίθριων μανάβηδων της Θεσσαλονίκης, που πήγαιναν με τα πόδια στον Λαγκαδά και μάζευαν χόρτα, που θα πουλούσαν την άλλη μέρα, πλυμένα και καθαρισμένα, στους νοικοκυραίους. Γύριζαν πάλι με τα πόδια, εκτός αν τους συμπονούσαν οι καροτσέρηδες και τους ανέβαζαν στην καρότσα. Άνθρωποι του καθημερινού Γολγοθά, που για να βγάλουν ένα μεροκάματο χρειάζονταν δύο μέρες.

Η βρύση της οδού Ολυμπιάδος

Υπάρχουν κάποια μνημεία που δείχνουν εξαιρετική αντοχή στον χρόνο και στις αλλαγές, που μας κάνουν να απορούμε άραγε πώς γλίτωσαν. Ένα από αυτά είναι η βρύση που βρίσκεται στο πεζοδρόμιο μπροστά από την πολυκατοικία της οδού Ολυμπιάδος 75, απέναντι σχεδόν στη συμβολή της με την οδό Αμφιλοχίας.
Σε κάποια φάση της ιστορικής διαδρομής της, η βρύση βρέθηκε εντοιχισμένη στην πρόσοψη ενός παλιού σπιτιού. Το σπίτι κατεδαφίστηκε, αλλά η βρύση όχι· αποσπάστηκε και τοποθετήθηκε στο πεζοδρόμιο.

Διαβάστε τη συνέχεια

Τη δροσιά του να ’χεις!

Η βρύση Ικί Λουλέ τζαμί με το μεγάλο πλατάνι της βρισκόταν στη συμβολή των σημερινών οδών Ολύμπου και υπουργού Φιλίππου Δραγούμη. Εκεί ήταν και το Ικί Λουλέ τζαμί.

Οι μουσουλμάνοι σέβονταν πολύ το θείο δώρο του νερού κι έχτιζαν βρύσες για συγχώριο, για να δροσίζονται οι διαβάτες και να εύχονται για την ψυχή του δωρητή ή εκείνου στον οποίο ήταν αφιερωμένη η βρύση. Τα ονόματά τους αναφέρονταν στο χρονόγραμμα.

Η κρήνη της Ναμικά Χανούμ ή Κόκκινη Βρύση, λόγω των κατακόκκινων τούβλων της, σώζεται στην οδό Ακροπόλεως. Το χρονόγραμμα γράφει: «Αυτή είναι η βρύση της μακαρίτισσας Ναμικά Χανούμ, εγγονής του μουφτή Ιμπραήμ μπέη. [Πείτε] μια προσευχή για την ψυχή της. Έτος 1328», δηλαδή έτος 1910.

Σε κάθε πολυσύχναστο δρόμο, σε σταυροδρόμια, σε γειτονιές, δίπλα σε τζαμιά, μεντρεσέδες, ιμαρέτ, τουρμπέδες και τεκέδες της Θεσσαλονίκης υπήρχε και μία κρήνη με τρεχούμενο καθαρό νερό. Ξεδίψαγαν οι περαστικοί και έπαιρναν νερό τα νοικοκυριά.

Διαβάστε τη συνέχεια

Οβομαλτίνη σε κόμικ και κόμικ-στριπ

Έχουμε ξαναμιλήσει για την Οβομαλτίνη, κυρίως γιατί οι (εισαγόμενες) διαφημίσεις της ήταν σε μορφή κόμικς, πράγμα πρωτότυπο για τη δεκαετία του ’30.

1938

Το θέμα είναι ένα ανόρεχτο αγόρι, που συνεχώς χάνει βάρος και δυνάμεις απελπίζοντας τους δικούς του. Όλα αλλάζουν εντυπωσιακά, μόλις δοκιμάζει την Οβομαλτίνη.

Διαβάστε τη συνέχεια

Μπισκότα Παπαδοπούλου – νόστιμα και τραγανά από το 1922 μέχρι σήμερα

Το 1916 η μητέρα μιας φτωχής ελληνικής οικογένειας της Πόλης, η Μαρία Παπαδοπούλου, για να βοηθήσει τα οικονομικά του σπιτιού, φτιάχνει κάθε μέρα μπισκότα βουτύρου και οι τρεις γιοί, ο Ευάγγελος, ο Νικόλαος και ο Θεόφιλος, γεμίζουν τα καλάθια τους και τα πουλάνε στους δρόμους. Είναι φρέσκα, νόστιμα, τραγανά και δεν λιγώνουν, γιατί δεν έχουν πολλή ζάχαρη. Το όνομά τους είναι γαλλικό: Πτι Μπέρ. Μικρά μπισκότα βουτύρου. Ο Γιάννης, ο πατέρας, που είναι ξυλουργός, φτιάχνει μια ξύλινη σφραγίδα και τα μπισκότα γίνονται αναγνωρίσιμα από το σχήμα, το σχέδιο και το όνομά τους.
Το 1922, στον μεγάλο ξεριζωμό, η μητέρα με τα τρία αγόρια μπαίνουν σ’ ένα καράβι με προορισμό τη Μασσαλία. Το πλοίο σταματάει μερικές μέρες στον Πειραιά για ανεφοδιασμό. Η οικογένεια κατεβαίνει για να γνωρίσει την πόλη, όπου με έκπληξη διαπιστώνει ότι οι κάτοικοι δεν γνωρίζουν τι εστί μπισκότο.
Για την ακρίβεια οι Έλληνες γνωρίζουν το γαλλικό biscotte και το ιταλικό biscotto, δηλαδή τη φρυγανιά, που είναι νόστιμη και τραγανή, κλάσεις ανώτερη από το φρυγμένο ψωμί, αλλά δεν είναι γλύκισμα.
Αυτή η λεπτομέρεια αλλάζει τα σχέδια· το ταξίδι για τη Μασσαλία ματαιώνεται και η οικογένεια εγκαθίσταται στην Αθήνα.

Διαβάστε τη συνέχεια