Έλλη Λαμπέτη – «Ήταν ένα τραγικό γεγονός εκείνη η εκτέλεση!»

Στις 30 Μαρτίου 1952, ημέρα Κυριακή, στις 4.12 τα ξημερώματα, δολοφονούνται ο Νίκος Μπελογιάννης και οι σύντροφοί του Ηλίας Αργυριάδης, Νίκος Καλούμενος και Δημήτρης Μπάτσης, εις τον συνήθη τόπο εκτελέσεων, τηρηθεισών όλων των νομίμων διατυπώσεων. Ξεσηκώνεται παγκόσμια κατακραυγή που εκφράζεται με συγκεντρώσεις, συλλαλητήρια, διαδηλώσεις, ομιλίες, δημοσιεύσεις. Γνωστές προσωπικότητες και απλοί άνθρωποι με θλίψη, οργή και αγανάκτηση καταδικάζουν το έγκλημα κι εκείνους που το διέπραξαν.
Χρόνια μετά, η Έλλη Λαμπέτη μίλησε για το πώς βίωσε το τραγικό γεγονός.

«Όταν ήμουν εικοσιέξι χρονών έπαθα πάρεση. Πλήρη. Ήταν τη μέρα που εκτέλεσαν τον Μπάτση και τον Μπελογιάννη. Όταν το ’μαθα, πάγωσα. Δεν ήταν λύπη, ήταν κάτι παραπάνω. Σοκ! Καταλάβαινα πως δε θ’ άντεχα, κάτι θα μου συνέβαινε. Κι ωστόσο δεν μπορούσα να διανοηθώ πόσο σχετική είναι η ύλη –το σώμα– με τον συναισθηματικό κόσμο. Σκέφτηκα αμέσως: Μετά απ’ αυτήν την τραγωδία, μετά από τόση θλίψη, δεν είναι δυνατόν να εξακολουθήσω να είμαι ίδια, κάπου θα βγω αλλαγμένη. Αλλά δεν πίστευα πως θ’ αντιδρούσε έτσι ο οργανισμός μου.

Κι όμως ως το βράδυ είχα παραλύσει. Το μισό μου πρόσωπο ήταν τελείως παράλυτο. Μου κράτησε έξι εβδομάδες. Ήμουν πολύ νέα, έκανα ηλεκτροσόκ – δεν είναι πολύ δύσκολο να περάσει η πάρεση όταν είσαι νέος, όπως επίσης είναι σπάνιο να την πάθεις σε μικρή ηλικία. Αλλά εκείνες τις έξι εβδομάδες δεν μιλούσα καθόλου. Έτρεχαν τα σάλια μου. Το στόμα μου είχε πάει εκεί… Να, κοίτα, ως τώρα δεν έχει έρθει εντελώς στη θέση του.

Ήταν ένα τραγικό γεγονός εκείνη η εκτέλεση!… Τον Μπάτση τον γνώριζα προσωπικά, ήταν φίλος του Μάριου. Το προηγούμενο Πάσχα είχαμε πάει μαζί στον Πόρο, είχε κοντά του και την κόρη του, την Ελενίτσα. Έτσι συνδεθήκαμε. Δεν ήταν βέβαια κανένας πολύ δικός μου άνθρωπος, αλλά αυτό το θέμα της εκτέλεσης δεν μπορούσα να το συλλάβω. Δεν μπορούσα να συλλάβω το «εν ψυχρώ». Σε πιάνω, σε στήνω, σε σκοτώνω… Ήταν πέρα από τις δυνατότητές μου. Είχα ζήσει ήδη τις μέρες των ανώμαλων καταστάσεων, αλλά αυτό! Άγριο πράγμα. Και οργανωμένο από το κράτος, ε;»


•Απόσπασμα από το βιβλίο της Φρίντας Μπιούμπι «Έλλη Λαμπέτη: Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ – Μια προσωπική αφήγηση», Εκδόσεις ΕΞΑΝΤΑΣ (1983). Περιλαμβάνεται στο άρθρο της Ίριδας Αμάραντου για την Έλλη Λαμπέτη, που δημοσιεύτηκε στην Κατιούσα στις 13/4/2018. Μπορείτε να το διαβάσετε ΕΔΩ.

Η Αλέκα Κατσέλη στην Ολυμπιάδα του Τόκυο

(Photo CENTRAL PRESS/GETTY)

Στη φωτογραφία η μοναδική Αλέκα Κατσέλη, ως πρωθιέρεια της τελετής αφής της Ολυμπιακής Φλόγας, κατά τη διάρκεια μιας πρόβας της τελετής έναρξης της 18ης Ολυμπιάδας, που έγινε στο Τόκυο το 1964. Δίπλα της ο Γιοσινόρι Σακάι, ο αθλητής που θα ανάψει τον βωμό της Ολυμπιακής Φλόγας.
Ήταν η τελευταία Ολυμπιάδα στην οποία συμμετείχε η μεγάλη ηθοποιός, και μάλιστα ήταν κι ένα από τα τιμώμενα πρόσωπα.

Η Αλέκα Κατσέλη υπήρξε ιέρεια στην τελετή αφής από το 1936 και πρωθιέρεια από το 1956 μέχρι το 1964.
Η επιλογή του Γιοσινόρι Σακάι ήταν ένας από τους συμβολισμούς που επιδίωξε η Ιαπωνία, ως διοργανώτρια χώρα. Ο αθλητής είχε γεννηθεί στη Χιροσίμα, στις 6 Αυγούστου 1946, δηλαδή ακριβώς την ημέρα που η πόλη καταστράφηκε από τη ρίψη της πρώτης ατομικής βόμβας. Η επιλογή του συμβόλιζε τη ζωή που νικάει τον θάνατο και την ειρήνη μετά τον πόλεμο.

Η νεαρή Αλέκα Κατσέλη στην πρώτη συμμετοχή της ως ιέρεια στην τελετή αφής της Ολυμπιακής Φλόγας, στις 20 Ιουλίου 1936, στην αρχαία Ολυμπία. Δίπλα της η Κούλα Πράτσικα.
(Φωτογραφία του Κωνσταντίνου Μεγαλοκονόμου, από το αρχείο του ΕΛΙΑ)

Στην Ολυμπιάδα του Τόκυο, η Ελλάδα δεν συμμετείχε μόνο με αθλητές και καλλιτέχνες της. Συμμετείχε και με ένα σπάνιο κομμάτι της πολιτιστικής της κληρονομιάς, ένα άγαλμα που φτιάχτηκε στο ελληνικό φως, αλλά αφαιρέθηκε από τη γη που το γέννησε και το φύλαξε, για να καταλήξει σε κάποιο μουσείο του εξωτερικού. Η Ελλάδα δεν απόλαυσε την τιμή αυτής της συμμετοχής. Αυτή ανήκε εξ ολοκλήρου στη Γαλλία, η οποία δάνεισε στην Ιαπωνία ένα έκθεμα του μουσείου του Λούβρου, την Αφροδίτη της Μήλου.