Καλώς τον Μάρτη!

Το κορίτσι φοράει μαντίλι όμορφα δεμένο, ποδιά από λουλουδάτο ύφασμα και ράβει. Στο δεξί χέρι έχει φορέσει το ασπροκόκκινο βραχιολάκι, για να μην την κάψει ο Μάρτης. Το αγόρι, ο μικρότερος αδερφός μάλλον, ακουμπάει με εμπιστοσύνη πάνω της και παρακολουθεί. Ελπίζω σχέση τους να έμεινε πάντα ζεστή.
Οι ζακέτες των παιδιών είναι καινούργιες. Το σχέδιο στην πλέξη φανερώνει ότι αυτή που τις έφτιαξε ήξερε καλό πλέξιμο και μάλιστα διάλεξε διαφορετική πλέξη για την κάθε ζακέτα.

Οι ντραγασιές

Η κατασκευή αυτή λέγεται ντραγασιά ή ντραγατσίκα. Από κει ψηλά, ο αγροφύλακας –ο δραγάτης– προφυλαγμένος από τον καυτό ήλιο, κατόπτευε τον κάμπο και τις καλλιέργειες. Ανέβαιναν και τα πιτσιρίκια, ξεθεωμένα από το παιχνίδι και τη ζέστη, για ένα μεσημεριανό υπνάκο στη σκιά, αλλά και για να κατασκοπεύσουν σε ποιο μποστάνι βρισκόταν το πιο γινωμένο πεπόνι, για να πάνε να το κόψουν.
Η ντραγασιά της φωτογραφίας ήταν στο χωριό Ραψίστα των Τρικάλων. Η Ραψίστα φημιζόταν για να γλυκά πεπόνια της.
Τώρα πια ντραγασιές υπάρχουν μόνον στις φωτογραφίες, όπως σε αυτή του Τάκη Τλούπα, και στις γλυκόπικρες αναμνήσεις εκείνων των παιδιών.


Ευχαριστώ τον παλιό συμφοιτητή Τάσο Λιαπή που μου έμαθε τις ντραγασιές. Βλέπεις, και οι δικηγόροι ήταν κάποτε παιδιά!

Μια απελπισμένη μάνα σκότωσε τα τρία παιδιά της, γιατί δεν μπορούσε να τα θρέψει

Γενάρης του 1933. Η κατάσταση στις πόλεις και στην ύπαιθρο της πτωχευμένης Ελλάδας είναι απελπιστική. Ανεργία, κατεστραμμένες σοδειές και απερίγραπτη φτώχεια. Οικογένειες περνάνε μέρες ολόκληρες χωρίς φαγητό, κάποιοι τρελαίνονται από την πείνα, κάποιοι πεθαίνουν από ασιτία και άλλοι αυτοκτονούν από την απόγνωση. Τα ζώα υποφέρουν μαζί με τους ανθρώπους και πεθαίνουν κι αυτά από πείνα. Κρατική πρόνοια δεν υπάρχει. Η κυβέρνηση βασανίζει τους ασθενέστερους πολίτες. Οι τοκογλύφοι, οι φοροεισπράκτορες και οι χωροφύλακες οργιάζουν. Οι αρρώστιες θερίζουν και η υγεία είναι προνόμιο των πλούσιων.

Οι τίτλοι από τις αθηναϊκές εφημερίδες του χειμώνα 1932-1933 δείχνουν ότι η φτώχεια και η δυστυχία στην Ελλάδα έχουν φτάσει στο κατακόρυφο. Τα φερέφωνα της κυβέρνησης Βενιζέλου μιλούν «ανερυθριάστως» για υπερβολές και ανακρίβειες.

Η είδηση ότι μια μάνα, σε απόγνωση από τη φτώχεια και την πείνα, σκότωσε τα τρία παιδιά της με τσεκούρι, γιατί δεν είχε να τα θρέψει, και στη συνέχεια προσπάθησε να βάλει τέρμα στη ζωή της ήταν σπαρακτική. Θύμιζε πιο πολύ ιστορία του Μεσαίωνα, παρά γεγονός του πολιτισμένου 20ού αιώνα. Τα ψίχουλα και μόνο από το τραπέζι μιας εύπορης οικογένειας θα μπορούσαν να σώσουν τη ζωή πέντε ανθρώπων.
Ας δούμε την ιστορία:

Ελληνικόν Μέλλον, 27 Ιανουαρίου 1933

Διαβάστε τη συνέχεια…

Από τα Βούρλα στα σλέπια. Πιο χαμηλά δεν είχε!

Πίσω από την πανύψηλη μάντρα και παρ’ όλη τη σκληρή ζωή τους, οι γυναίκες των Βούρλων αισθάνονταν ασφαλείς γιατί είχαν γλιτώσει από τους δύο τρομερούς μπαμπούλες, που τις παραμόνευαν στην κοινωνία. Σωματέμπορος και μαντάμα. Άθλιοι και οι δύο, εκμεταλλεύονταν χωρίς έλεος τις κοπέλες και τις κατέστρεφαν. Πολλές δεν πέρναγαν την Πορτάρα (το μοναδικό άνοιγμα στον έξω κόσμο) για να βγουν στον συνοικισμό, από τον φόβο μην πέσουν στα νύχια κανενός από τους δυο.


Τα χρόνια που περνούσαν έφερναν πιο κοντά τον τρόμο της έξωσης. Οι γυναίκες που είχαν περάσει τα σαράντα θεωρούνταν γριές. Στα πενήντα τους ήταν ξοφλημένες κι έπρεπε να φύγουν από τα Βούρλα. Τις πέταγαν στον δρόμο! Αυτός ήταν ο τρόπος με τον οποίο «συνταξιοδοτούσε» τις γυναίκες η κερδοσκοπική επιχείρηση που τις εκμεταλλεύτηκε επί δεκαετίες.

Διαβάστε τη συνέχεια…

Φρέσκα νέα! Οι τρεις τελευταίοι μήνες του 1927 (δεύτερο μέρος)

Στη λεωφόρο Αλεξάνδρας υπάρχει ένα ρέμα που εμποδίζει τη συγκοινωνία με Εξάρχεια και Νεάπολη. Το κράτος έφτιαξε γέφυρα και, σύμφωνα με το σχέδιο πόλεως, θα έφτιαχνε και πλατεία, αλλά πρόλαβαν οι οικοπεδοφάγοι και καταπάτησαν τις όχθες. Οι κάτοικοι της συνοικίας του Άρεως έχουν έναν λόγο παραπάνω να διαμαρτύρονται. Την ελονοσία.

Να ζεις στην καρδιά της Αθήνας και να παθαίνεις ελονοσία!

Διαβάστε τη συνέχεια…

Η μπαζίνα

Τον καιρό που ήρθαν στην Ελλάδα οι πρώτοι μετανάστες από την Αλβανία, ένας συμβολαιογράφος έλεγε ότι τον είχε πιάσει μια ακαταμάχητη και ανεξήγητη νοσταλγία για το χωριό του. Θυμόταν λεπτομέρειες από τα παιδικά του χρόνια, το πατρικό σπίτι, τη φτώχεια, τα φαγιά της μάνας του που αυτοσχεδίαζε για να ταΐσει τόσα στόματα, τη σκληρή δουλειά στα χωράφια, το κολάτσισμα κάτω από τη σκιά ενός δέντρου, το μπελόνιασμα του καπνού… Βρισκόταν στα δεύτερα ήντα και είχε αρχίσει να φοβάται πως αυτή η επίμονη νοσταλγία ήταν σημάδι ότι του έγνεφε ο άγιος Πέτρος. Ώσπου συνειδητοποίησε ότι έφταιγε ο φωταγωγός.
Οι Αλβανοί της πολυκατοικίας έφτιαχναν ένα φαγητό, την μπαζίνα, που είχε χρόνια να γευτεί. Η μυρωδιά της ανέβαινε από τον φωταγωγό και του έφερνε στον νου τον καιρό που ήταν φτωχό παιδί στο χωριό κι έτρωγε τα φαγητά που επινοούσε η φτώχεια, για να γεμίζει το στομάχι.

Μαθητικό συσσίτιο στη Χρυσοβίτσα Ξηρομέρου, το 1968.


Η μπαζίνα ήταν χειμωνιάτικο φαγητό. Φτιαχνόταν στην κατσαρόλα με νερό, αλάτι και καλαμποκάλευρο. Όταν γινόταν μια σφιχτή μάζα, την κατέβαζαν από τη φωτιά. Τσιγάριζαν σ’ ένα τηγάνι ψιλοκομμένα κρεμμύδια με λάδι και τη ζεμάταγαν. Αν υπήρχαν τσιγαρίδες από το χριστουγεννιάτικο γουρούνι ή βούτυρο, η μπαζίνα γινόταν νοστιμότερη. Ύστερα έτριβαν με το χέρι φέτα και την έριχναν από πάνω.
Η μπαζίνα ήταν χορταστική (στην πραγματικότητα σε στούμπωνε) και την έτρωγαν το πρωί, προτού ξεκινήσουν για τις δουλειές και το σχολείο. Την έτρωγαν και για δείπνο, όταν δεν υπήρχε τίποτε άλλο και πήγαιναν για ύπνο χορτάτοι.

Οβομαλτίνη σε κόμικ και κόμικ-στριπ

Έχουμε ξαναμιλήσει για την Οβομαλτίνη, κυρίως γιατί οι (εισαγόμενες) διαφημίσεις της ήταν σε μορφή κόμικς, πράγμα πρωτότυπο για τη δεκαετία του ’30.

1938

Το θέμα είναι ένα ανόρεχτο αγόρι, που συνεχώς χάνει βάρος και δυνάμεις απελπίζοντας τους δικούς του. Όλα αλλάζουν εντυπωσιακά, μόλις δοκιμάζει την Οβομαλτίνη.

Διαβάστε τη συνέχεια

Δύο ζαχαροπλαστεία πολυτελείας, ένας ζαχαροπλάστης που δεν το ’βαζε κάτω και δυο χιλιάδες πιτσιρίκια

Είχαμε μιλήσει παλιότερα για το ζαχαροπλαστείο Δεσποτικό, που άνοιξε προπολεμικά ο Αντώνης Ακζιώτης στην οδό Μέρλιν στο Κολωνάκι, για τον άσχημο ρόλο του εκδότη Σαλίβερου, που του το άρπαξε μέσα απ’ τα χέρια, και για τον επίσης άσχημο ρόλο του Σπύρου Μελά, που παρασκηνιακά σιγοντάριζε το αφεντικό του. Το άρθρο μπορείτε να το διαβάσετε ΕΔΩ. Επανερχόμαστε βάζοντας στο σκηνικό τον Τσελεμεντέ, την εξωφρενική απόφαση της κυβέρνησης Τσαλδάρη για υποχρεωτική κατανάλωση σταφιδόψωμου και μια φιλανθρωπία που σταμάτησε την κυκλοφορία στο κέντρο της Αθήνας.

Η οδός Μέρλιν τη δεκαετία του ’30, όταν επί Κοτζιά γίνονταν έργα οδοποιίας. (Φωτογραφία από το αρχείο του ΕΛΙΑ)

Το 1932 ο Ακζιώτης είχε την ιδέα να ιδρύσει σχολή μέσα στο ζαχαροπλαστείο Δεσποτικό και να παραδίδει μαθήματα μαγειρικής και ζαχαροπλαστικής. Η ιδέα του ήταν πρωτότυπη και τα μαθήματα είχαν μεγάλη επιτυχία. Τα παρακολούθησαν «περισσότεραι των χιλίων ατθίδων» – δεσποινίδες και κυρίες πλούσιων οικογενειών, που ήθελαν να βελτιώσουν τις γνώσεις τους και κρατούσαν σημειώσεις. Τα μαθήματα έμοιαζαν πιο πολύ με κοσμικές συγκεντρώσεις και όταν μάλιστα επρόκειτο να παρευρεθούν δημοσιογράφοι, η τουαλέτα και το παρφέν πήγαινε σύννεφο.

Διαβάστε τη συνέχεια

Ο «Οψοκομιστής», οι ανήλικοι βιοπαλαιστές, τα αλάνια των δρόμων, οι μάγκες του Ρολογιού και η Σχολή Απόρων Παίδων του «Παρνασσού»

Πριν μιλήσουμε για τον πίνακα με τον τίτλο «Οψοκομιστής», ας ανατρέξουμε στο λεξικό του Δημητράκου, για να δούμε τι σημαίνει η λέξη.
Οψοκομιστής είναι «αχθοφόρος μεταφέρων οψώνια εκ της αγοράς εις τας οικίας». Οψώνιον είναι «η δι’ αγοράς προμήθεια τροφίμων, τα ώνια». Όψον σημαίνει «έδεσμα, τροφή».
Η λέξη οψοκομιστής αναφέρθηκε για πρώτη φορά στην εφημερίδα Ακρόπολις το 1887. Είναι από τις δύστροπες λέξεις, που τόσο άρεσαν στους καθαρευουσιάνους. Στην «Παλιόγλωσσα» ο Νικόλαος Λάσκαρης αναφέρει τη λέξη γραμματοκομιστής.

Ο πίνακας παρουσιάζει μια εικόνα της αθηναϊκής ζωής στις αρχές του 20ου αιώνα. Ένα εργαζόμενο αγόρι, που προέρχεται από την επαρχία όπως φανερώνουν η φορεσιά του και τα τσαρούχια του, με το ψάθινο ζεμπίλι που μεταφέρει τα ψώνια φορεμένο στην πλάτη, σε κάποια στιγμή ανάπαυλας, έχει καθίσει σ’ ένα κασόνι, σε μια ήσυχη γωνιά κάπου στην αγορά και διαβάζει ένα φθαρμένο βιβλίο.

Διαβάστε τη συνέχεια

Βρομεροί κουλουρτζήδες, ασελγείς στραγαλατζήδες και αναιδείς νέοι πολιορκούν τις Αρσακειάδες – ένα απόσπασμα από μυθιστόρημα και πολλές σημειώσεις για το Αρσάκειο

Το Αρσάκειο στα 1886.

Ο Στανάς, φοιτητής και ήρωας του μυθιστορήματος, συνοδεύει την Πόθα, την κόρη της σπιτονοικοκυράς του, στο σχολείο που φοιτά, στο Αρσάκειο. Ακολουθεί περιγραφή της κίνησης γύρω από το Αρσάκειο περί τα τέλη του 19ου αιώνα.

[…] Αντικρύ εφαίνετο το Αρσάκειον, με την αρχαϊκωτάτην και αληθώς εν στιγμή εμπνεύσεως συλληφθείσαν πρόσοψιν.
Το προ αυτού πεζοδρόμιον ήν κατάμεστον κορασίδων. Εξ όλων των πέριξ οδών, της οδού Σανταρόζα, Πινακωτών, Παρθεναγωγείου, Ιπποκράτους, Αρσάκη συνέρρεον κοράσια μικρά και μεγάλα, με ποικιλόσχημα καπέλα, με πολυχρώμους ποδιάς, με τα καλαθάκια τους, με ταις σάκκαις των, εύθυμα, γελαστά, πλήρη ευθυμίας, πάντα όμως φέροντα αποτυπωμένα επί του προσώπου των τα ίχνη της αναιμίας και της χλωρώσεως, υφ’ ων καταβασανίζεται πάσα η μαθητεύουσα θήλεια νεολαία των Αθηνών.

Κατά μήκος της κυρίας προσόψεως και του Προτύπου, παλαιού οικοδομήματος, κειμένου εις την γωνίαν των οδών Αρσάκη και Πανεπιστημίου ίσταντο εις παράταξιν οι κουλουρτζήδες με τα πλατέα ξύλινα τεψιά των και τα τριγωνοειδείς βάσεις των, εκθέτοντες τα κουλούρια των και εκθειάζοντες την ποιότητά των, ενώ έτεροι προνομιούχοι, σύντροφοι ίσως του θυρωρού και της επιστάτριας, είχον στήσει τα φορητά κουλουροπωλεία των εντός αυτής της αυλής του Προτύπου.

Διαβάστε τη συνέχεια