Θα ήθελα να σας πω μια παλιά ιστορία, τόσο απλή που θα μπορούσε να είναι φτιαχτή. Είναι όμως πέρα για πέρα αληθινή, μόνο που κανένας δεν ζει πια για να το βεβαιώσει. Ας είναι ελαφρύ το χώμα τους!
Ο Περικλής, ο επονομαζόμενος και Καραφωτιάς, είχε έναν αδερφό εξόριστο στη Μακρόνησο, τον Νάσο. Ο Νάσος ήταν ο μορφωμένος της οικογένειας και είχε αφηγηθεί στ’ αδέρφια του ιστορίες από τον Όμηρο και τη μυθολογία. Του Καραφωτιά τού είχε κάνει μεγάλη εντύπωση ο Οδυσσέας, που όταν σκότωσε τους μνηστήρες, θειάφισε το ανάκτορο για να φύγουν τα δαιμόνια. Μια και δυο ο Καραφωτιάς πήρε και θειάφισε το σπίτι τους, για να διώξει τα κακά πνεύματα. Δέκα μέρες κοιμόντουσαν σε συγγενικά σπίτια μέχρι να ξεμυρίσει το δικό τους.
Κάποια μέρα του την έδωσε και ξεκίνησε να πάει να βρει τον αδερφό του, που αναβαπτιζόταν στα νάματα της Μακρονήσου. Έφτασε –ποιος ξέρει με πόσους κόπους– από το Αγρίνιο στο Λαύριο, αλλά εκεί σταμάτησε. Οι φρουροί δεν τον άφηναν να περάσει απέναντι. Ο Καραφωτιάς φώναζε, χειρονομούσε, έσπρωχνε, απαιτούσε, απειλούσε, μούτρωνε, χτυπούσε τα πόδια, προσπαθούσε να ξεγλιστρήσει μπας και χωθεί σε κανένα πλεούμενο και περάσει απέναντι στη Μακρόνησο.
Ξαφνικά κοκάλωσε. Παράτησε τους φρουρούς κι έτρεξε σαν βολίδα προς το καραβάκι που εκείνη τη στιγμή έμπαινε στο λιμάνι. Αυτό ακριβώς το καραβάκι έφερνε τον αδερφό του, ελεύθερο πια, στο λιμάνι του Λαυρίου. Ο Νάσος που δεν έλπιζε ότι θα τον περίμενε κανένας, με γέλιο μαζί και δάκρυ έβλεπε από την κουπαστή την πρώτη εικόνα της ελευθερίας του, που δεν την ξέχασε ποτέ: τον αδερφό του να καυγαδίζει με τους φρουρούς.
— Να, σου ’φερα νερό, του είπε ο Καραφωτιάς, που ήξερε ότι το καθαρό νερό ήταν καλοδεχούμενο δώρο, επειδή το νερό του Λαυρίου είχε μολύβι και μαύριζε τα δόντια.
Σφιχταγκαλιάστηκαν.