Ο μαέστρος Βαγγέλης Λυκιαρδόπουλος

Ο Βαγγέλης Λυκιαρδόπουλος έγινε θείος μου, όταν παντρεύτηκε την αδελφή της μητέρας μου. Με αποκαλούσε «η αγαπημένη μου ανιψιά», αν κι έχω την εντύπωση ότι αυτή την ιδιότητα τη μοιραζόμουν και με μια άλλη μου ξαδέρφη, την οποία επίσης αποκαλούσε αγαπημένη του ανιψιά. Ο Βαγγέλης ήταν μαέστρος της μουσικής και της διπλωματίας. Ευχάριστος, γελαστός, είχε πάντα να διηγηθεί, με το χιούμορ που τον χαρακτήριζε, ιστορίες από το θέατρο, τα παρασκήνια, τις τουρνέ. Έμενε στον Άγιο Παύλο, δίπλα στα στούντιο της Φίνος Φιλμ και πολύ συχνά στο σπίτι του συναντούσες κάποιον γνωστό ηθοποιό ή τραγουδιστή. Με τη σύζυγό του, τη Μάκια, είχαν πολύ ανοιχτό σπίτι (με την παραμικρή αφορμή γίνονταν χαρούμενες μαζώξεις) και στον κύκλο του γνώρισα μεγάλες προσωπικότητες του θεάτρου και του τραγουδιού, την αεράτη Άννα Καλουτά και την πάντα χαμηλών τόνων αδελφή της Μαρία, τον ανεπανάληπτο Κώστα Χατζηχρήστο, τον τόσο ευγενικό Ντίνο Ηλιόπουλο, τον Μίμη Τραϊφόρο, την Καλή Καλό, τον Κούλη Στολίγκα, τον Νίκο Φατσέα…
Η Σοφία Βέμπο είχε χρόνια που είχε φύγει από τη ζωή, αλλά η ανάμνηση της φιλίας και της συνεργασίας τους παρέμενε έντονη. Το ίδιο έντονη ήταν και η ανάμνηση της Αγγέλας, της αδερφής του Βαγγέλη, της πρώτης ελληνίδας ντιζέζ, που ζούσε μόνιμα στην Αμερική.

Ο Βαγγέλης και η Μάκια στο σπίτι τους, κάτω από το πορτρέτο της Σοφίας Βέμπο. Εκτός από τη συνεργασία, ο Βαγγέλης συνδεόταν με στενή φιλία με το ζευγάρι Βέμπο -Τραϊφόρος και είχε να διηγηθεί διάφορα στιγμιότυπα από τη δυνατή σχέση τους, που τα επιβεβαίωνε και ο ίδιος ο Μίμης Τραϊφόρος. Έλεγε, για παράδειγμα, ότι όταν τον καλούσαν στο σπίτι τους για φαγητό, φρόντιζε να έχει φάει κάτι, γιατί δεν ήταν καθόλου σπάνιο να ξεσπάσει καυγάς μεταξύ Σοφίας και Μίμη και στο τέλος να μείνουν όλοι νηστικοί.


Η Σοφία Βέμπο και η Αγγέλα ήταν απουσίες δυνατές σαν παρουσίες. Οι τελευταίες επαγγελματικές του συνεργασίες του Βαγγέλη Λυκιαρδόπουλου ήταν φόρος τιμής στον Αττίκ και στην περίφημη Μάντρα του και αναβίωναν το κλίμα εκείνης της εποχής.

Ο Βαγγέλης στο πιάνο σε κάποια πρόβα στο σπίτι.
Καμιά φορά ο Βαγγέλης μου έδινε το ελεύθερο να παρακολουθώ τις πρόβες, με τον όρο ότι δεν θα έβγαζα κιχ. Το εννοούσε. Όταν διαμορφωνόταν το πρόγραμμα και όλοι ήταν στην τσίτα για να πετύχουν το καλύτερο, μου είχαν κάνει εντύπωση κάποιες τραγουδίστριες που άκουγαν τις υποδείξεις του Βαγγέλη με τέτοια προσήλωση, που σχεδόν κρέμονταν από τα χείλια του, και το μόνο που απαντούσαν ήταν «Ναι, μαέστρο».

Έτσι κύλησαν δώδεκα ευτυχισμένα χρόνια, ώσπου, εντελώς ξαφνικά, μια νύχτα του Οχτώβρη του 1991, ο Βαγγέλης εγκατέλειψε τα εγκόσμια.
Πέντε χρόνια αργότερα, ο αγαπητός φίλος, γελοιογράφος και δημοσιογράφος, ο αείμνηστος Ντένης Τζαννάτος έκανε ένα μικρό αφιέρωμα στον Βαγγέλη Λυκιαρδόπουλο, που δημοσιεύτηκε στις 23 Οκτωβρίου 1996, στην εφημερίδα «Ελεύθερος», πέντε χρόνια μετά τον θάνατο του μαέστρου. Είναι πολύ περιεκτικό και δεν έχω να προσθέσω περισσότερα απ’ όσα είπα παραπάνω και μερικές φωτογραφίες.

Συμπληρώθηκαν ακριβώς πέντε χρόνια από τότε που έφυγε από τη ζωή ο δημοφιλής και επιτυχημένος μουσικοσυνθέτης Βαγγέλης Λυκιαρδόπουλος.
Ο κύκλος της πολυκύμαντης ζωής του έκλεισε απροσδόκητα στις 19 Οκτωβρίου 1991 (από έμφραγμα του μυοκαρδίου), αλλά έμεινε πίσω του ένα σημαντικό σε ποιότητα και όγκο έργο, που εξακολουθεί να τον διατηρεί ζωντανό στη μνήμη των μουσικόφιλων Ελλήνων.
Τα τραγούδια του όπως: «Ελληνοπούλα», «Δεν ξέρω τι κρύβει η καρδιά σου», «Τ’ όνομά σου, αγαπούλα», «Συγχώρεσέ με, αγάπη μου», «Ελπίδα μου», «Για θυμήσου», «Απόψε θέλω σαματά» και πολλά άλλα ερμήνευσαν κορυφαίοι τραγουδιστές, όπως η Σοφία Βέμπο, η Μπελίντα, η Μάγια Μελάγια, η Νικολαΐδου, η Εύα Στυλ, η Χατζοπούλου, ο Μανιατάκης και πολλοί άλλοι.

Ο Βαγγέλης Λυκιαρδόπουλος ήταν ο «Βενιαμίν» μιας πολυμελούς οικογένειας που είχε μια ιδιαίτερη σχέση με τη μουσική. Είδε το φως της ζωής στη Βραΐλα της Ρουμανίας ως έκτο παιδί του Παναγή και της Ευρυδίκης Λυκιαρδοπούλου από την Κεφαλονιά.

Ο Βαγγέλης μπροστά στο αγαπημένο του πορτρέτο από τον καλλιτέχνη φωτογράφο Καραπατσόπουλο, κοιτάζει τη φωτογραφία των γονιών του. Στη μικρότερη φωτογραφία, δίπλα στο πορτρέτο του, είναι η Αγγέλα Λυκιαρδοπούλου, η αδελφή του, η πρώτη γυναίκα στην Ελλάδα που εμφανίστηκε επί σκηνής φορώντας σμόκιν.

Η κλίση του στη μουσική φάνηκε από τα παιδικά του χρόνια. Ένα ατύχημα στο χέρι τον εμπόδισε να ολοκληρώσει τις σπουδές του ως κλασικός πιανίστας, αλλά ευτυχώς δεν τον απέτρεψε από την παθιασμένη ενασχόλησή του με τη μουσική.
Η αδελφή του Αγγέλα μαζί με την κιθάρα της ήταν μόνιμο στέλεχος του προγράμματος που παρουσίαζε στην περίφημη Μάντρα του ο Αττίκ.

Η Αγγέλα Λυκιαρδοπούλου σε φωτογραφία που δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες του 1938, λίγο πριν αναχωρήσει μόνιμα για το εξωτερικό.

Ο Βαγγέλης συνόδευε την αδελφή του και παρακολουθούσε το πρόγραμμα. Στο τέλος συμμετείχε κι αυτός σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής μέχρι τον θάνατο του Αττίκ.
Ο Βαγγέλης Λυκιαρδόπουλος αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και εν συνεχεία εργάστηκε στην Τράπεζα Αθηνών. Η μουσική όμως ήταν το μεγάλο του πάθος κι έτσι το 1948 εμφανίστηκε ως συνθέτης, στο θέατρο «Περοκέ» στην επιθεώρηση των Μ. Τραϊφόρου και Γ. Γιαννακόπουλου «Γαλανόλευκη». Από εκεί και έπειτα η πορεία του ως μουσικοσυνθέτη ήταν ανοδική. Συνεργάστηκε με όλους τους συγγραφείς της εποχής, σε όλα τα επιθεωρησιακά θέατρα της Αθήνας και όλης της Ελλάδας.
Ακόμη και όταν υπηρέτησε τη θητεία του στον Ελληνικό Στρατό φρόντισε να συνεχίσει τη δημιουργική του σχέση με τη μουσική διασκεδάζοντας τους συναδέλφους του στο χακί.
Αργότερα συνεργάστηκε με το ΕΙΡ και παράλληλα συνέχισε τις επιτυχημένες προσπάθειες στην επιθεώρηση και την οπερέτα.

Ένα μικρό και απολαυστικό τραγούδι κατά του γάμου με τον Μίμη Φωτόπουλο και τον Ντίνο Ηλιόπουλο, από τη ραδιοφωνική μουσική κωμωδία «Τα ετερώνυμα έλκονται», σε κείμενα, μουσική και στίχους του Βαγγέλη Λυκιαρδόπουλου, που μεταδόθηκε από το ΕΙΡ το 1954.

Από το πρόγραμμα της επιθεώρησης «Το παληό το αμαξάκι», σε κείμενα και μουσική του Βαγγέλη Λυκιαρδόπουλου, που ανέβηκε στο Άλσος Παγκρατίου.

Το μέγεθος της επιτυχίας μπορεί να γίνει κατανοητό μέσα από τη φράση του γνωστού κριτικού Αχιλλέα Μαμάκη: «Στα έργα που ανεβάζει ο Λυκιαρδόπουλος δεν πηγαίνω μόνο ως κριτικός, αλλά ξέρω ότι θα απολαύσω καλή μουσική».
Ακολούθησε μια επιτυχημένη δεκαετία (’60-’70) σε πιάνο-ρέστοραν αλλά και στην τηλεόραση των ΗΠΑ. Η επιστροφή στην Ελλάδα χαρακτηρίστηκε από νέες επιτυχίες και μια θριαμβευτική αναβίωση του ρομαντικού τραγουδιού σε εκλεκτά πιάνο-ρέστοραν της Αθήνας, αλλά και άλλων ελληνικών μεγαλουπόλεων.
Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Λυκιαρδόπουλος κατόρθωσε με μεγάλη επιτυχία να αναβιώσει το στιλ που είχε καθιερώσει ο Αττίκ στη Μάντρα του.

Η έμπνευση του Λυκιαρδόπουλου υπήρξε η σύζυγός του (σε δεύτερο γάμο) Μάκια Τσατσούλη. Οι τελευταίες του δημιουργίες ήταν όλες εμπνευσμένες αλλά και αφιερωμένες στο πρόσωπό της.
Από τον πρώτο του γάμο είχε αποκτήσει τρία παιδιά.
ΝΤΕΝΗΣ ΤΖΑΝΝΑΤΟΣ

Σχολιάστε