Καραγιώργη Σερβίας 4, μέγαρο Καλλιγά – Η ιστορία του από τον Ι.Μ. Παναγιωτόπουλο

Στον αριθμό 4 της οδού Καραγιώργη Σερβίας, στη θέση που σήμερα βρίσκεται ένα σύγχρονο κτίριο γραφείων, υπήρχε το μέγαρο Καλλιγά. Το έχτισε ο Παύλος Καλλιγάς στα τέλη της δεκαετίας του 1840 για κατοικία του. Εκεί στεγάστηκε η εφημερίδα Ελευθερία από το 1945 μέχρι τις 6 Ιανουαρίου 1957, που μεταφέρθηκε λόγω της επικείμενης κατεδάφισης του μεγάρου.
Ήταν θλιβερό το θέαμα της ταμπέλας «Πωλούνται τα υλικά κατεδαφίσεως», που αναρτήθηκε στον εξώστη του μεγάρου. Όχι μόνον για τους συνεργάτες της εφημερίδας, αλλά για όσους αγαπούσαν τα παλιά και όμορφα κτίρια της Αθήνας, που το ένα μετά το άλλο γίνονταν υλικά κατεδαφίσεως προς πώληση.
Πριν από λίγους μήνες ξαναμιλήσαμε για το μέγαρο Καλλιγά. Αξίζει όμως να επανέλθουμε, για να δούμε την ιστορία του κτιρίου και των ανθρώπων του, όπως την αφηγείται ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος στο άρθρο του, που δημοσιεύτηκε στην Ελευθερία, μια εβδομάδα μετά τη μεταφορά της από το μέγαρο.

Μέγαρο Παύλου Καλλιγά-Ιανουάριος1957
Μέγαρο Καλλιγά, Ιανουάριος 1957.

Το έχτισε ο Παύλος Καλλιγάς, αυτή η ρωμαλέα συνείδηση του νεότερου Ελληνισμού, ο σοφός νομοδιδάσκαλος, ο πολυσχιδής δημόσιος ανήρ, ο πεζογράφος του «Θάνου Βλέκα», ο ευφυολόγος και χαριτωμένος κοινωνικός άνθρωπος.
Ο Παύλος Καλλιγάς γεννήθηκε στα 1814, από μητέρα Σμυρνιά, από πατέρα Κεφαλονίτη, που φεύγοντας την τουρκική καταδίωξη πήγε στην Τεργέστη. Εκεί ο Παύλος Καλλιγάς έμαθε τα εγκύκλια γράμματα. Ύστερα σπούδασε στη Γενεύη, στο Μόναχο, στο Βερολίνο, στη Χαϊδελβέργη. Διαπρεπέστατος μαθητής διαπρεπεστάτου δασκάλου, του Σαβινί, κατέβηκε στην Ελλάδα με πρόθεση να προσφέρει, με ειλικρίνεια και τιμιότητα, ό,τι περισσότερο μπορούσε στην οργάνωση του νέου κράτους. 
Στα 1842, υφηγητής του φυσικού δικαίου στο πανεπιστήμιο, αγοράζει «χωράφιον παρά το παλάτιον» κι άρχισε να χτίζει το σπίτι του. Όταν έσκαβαν, για να ρίξουν τα θεμέλια, βρήκαν στον τόπο εκείνο πολλά αρχαία κομμάτια. Ανάμεσά τους και μία πλάκα με την επιγραφή «ΗΟΡΟΣ ΚΗΠΟΥ ΜΟΥΣΩΝ», την πλάκα που είναι τώρα στημένη στο Σύνταγμα, προς το μέρος του καφενείου του Ζαχαράτου. 
Το σπίτι έμεινε στην πρώτη μορφή του ίσαμε το 1900 περίπου: είχε δύο ορόφους μονάχα κι ο πρώτος όροφος ήταν χωρισμένος σε δύο οριζόντια τμήματα, το πρώτο ημιυπόγειο. Ύστερα ο γιος του Παύλου, ο νομομαθής επίσης Γεώργιος Καλλιγάς, έβαλε τον Τσίλερ, τον ονομαστό αρχιτέκτονα, να μεγαλώσει το σπίτι. Τότε έγινε ο τρίτος όροφος. Εχτίστηκαν και τα πλάγια τμήματα. Εκεί όπου βρίσκεται σήμερα το ξενοδοχείο «Μινέρβα», ήταν τότε οι στάβλοι του παλιού σπιτιού. Οι στάβλοι αντικαθιστούσαν, εκείνη την εποχή, τα γκαράζ των σημερινών σπιτιών. 
Ο Γεώργιος Καλλιγάς επήρε γυναίκα του τη μία από τις τρεις κόρες του καθηγητού Ι. Πανταζίδου, την Αιμιλία. Έγιναν τρία αγόρια: ο Παύλος, η μεγάλη προσδοκία του νεοελληνικού δημόσιου βίου, που τον εθρηνήσαμε όλοι στα 1937 νεότατο, ο Γιαννάκης, που πέθανε εφτά χρονών, και ο Μαρής, ο άριστος φίλος, διευθυντής τώρα της Εθνικής Πινακοθήκης. Στο Μαρή Καλλιγά οφείλω μερικές από τις πληροφορίες, που εχρησιμοποίησα παραπάνω. Το σπίτι, με το γάμο του Παύλου, πέρασε στα χέρια της κυρίας Ειρήνης Καλλιγά, το γένος Αντ. Μπενάκη.
Αυτά είναι τα τυπικά ιστορικά. Γιατί υπάρχουν και τ’ άλλα, ο καιρός, η ζωή, το πνεύμα, η όλη ατμόσφαιρα του σπιτιού, που όχι μόνο έμεινε απείραχτη και μετά το θάνατο του συγγραφέα του «Θάνου Βλέκα», μα κι ενισχύθηκε. «Έμεινε απείραχτη», θέλω να πω, πως το κλίμα, το ύφος, το χρώμα της πρώτης και μάλιστα της δεύτερης βασιλείας έδινε τον τόνο σε όλο το σπίτι. Ο Παύλος Καλλιγάς, ο αρχαίος, ήταν εκεί η ζωντανή παρουσία. Τα βιβλία του, που έδειχναν την πολυμέρεια του πνεύματός του, τ’ αντικείμενα που είχε χρησιμοποιήσει, ό,τι αισθητό, ορατό, εκπροσωπούσε την όλη του ενέργεια, εφυλαγόταν με θρησκευτική ευλάβεια. Δεν λησμονώ πως εδιάβασα για πρώτη φορά τον Προκόπιο στο αντίτυπο της βιβλιοθήκης του Παύλου Καλλιγά, στην περιώνυμη έκδοση των βυζαντινών συγγραφέων της Βόννης. Από το σπίτι εκείνο ο Παύλος Καλλιγάς επυροβόλησε κατά την έξωση του Όθωνα. Στα παράθυρά του έφτασε πολλές φορές ο πάταγος των λαϊκών συγκεντρώσεων, από τη μια ή την άλλη αφορμή, που καταπλημμυρούσαν το Σύνταγμα. Ένα μεγάλο τμήμα της νεοελληνικής ιστορίας επέρασε από κείνο το σπίτι. Και όχι μόνο της πολιτικής. Και της επιστημονικής. Και της λογοτεχνικής. Και γενικότερα της καλλιτεχνικής. 


Απόσπασμα από το άρθρο του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ελευθερία στις 13 Ιανουαρίου 1957, με τίτλο «Ένα σπίτι της Αθήνας κι ένα περιοδικό Η Μούσα».

Σχολιάστε