Η απαγωγή της Στεφάνας και η σφαγή των προξένων στην παλιά Θεσσαλονίκη

Η απαγωγή της Στεφάνας από τους μουσουλμάνους
Μια κοπέλα με μουσουλμανική φορεσιά, καλυμμένη με μαντίλα και φερετζέ, αποβιβάστηκε στον σιδηροδρομικό σταθμό της Θεσσαλονίκης. Έφτασε με συνοδεία για να ασπαστεί επίσημα το ισλάμ. Τυχαίνει να είναι γνωστή η ακριβής ημερομηνία. Παρασκευή 5 Μαΐου 1876 (με το παλιό ημερολόγιο), γιορτή του αγίου Γεωργίου για τους χριστιανούς και του Εντερλέζ για τους μουσουλμάνους.
Η κοπέλα ήταν η Στεφάνα, Βουλγάρα από το χωριό Αβρέτ-χισάρ, γνωστό και ως Μπογκντάντσι, ανάμεσα στη Γευγελή και την Πολυανή (παλιά Δοϊράνη), χριστιανή, κόρη του Ντέλια Γκιόζα. Η Στεφάνα ζούσε πολύ φτωχικά μαζί με τη μητέρα της και τους δύο αδελφούς της. Μετά τον θάνατο του πατέρα, η επαφή της με μουσουλμάνες συγχωριανές της έγινε στενότερη και σιγά σιγά άρχισε να στρέφεται προς η θρησκεία τους. Η μητέρα της, Μαρία (ή Μάτω), ήταν εντελώς αντίθετη με τις καινούργιες φιλίες και τη μεταστροφή της κόρης της, αλλά δεν μπορούσε να της επιβληθεί.

Βουλγάρες από την περιφέρεια της Θεσσαλονίκης.

Ισχυρό κίνητρο για τη Στεφάνα ήταν το όνειρο για μια καλύτερη ζωή συνδυασμένο με τον έρωτα· είχε συνάψει σχέσεις με τον Μουσταφά, έναν νεαρό μουσουλμάνο συγχωριανό της.
Το πρωί της Τετάρτης 3 Μαΐου 1876, πήγε για νερό και δεν ξαναγύρισε στο σπίτι της. Φαινομενικά έπεσε θύμα απαγωγής. Η απαγωγή, όμως, ήταν σκηνοθετημένη. Από μέρες πριν η Στεφάνα είχε φροντίσει να πάρει μερικά απαραίτητα από το πατρικό της και να τα στείλει στο σπίτι του Μουσταφά. Οι μουσουλμάνες που την «απήγαγαν» την οδήγησαν στο σπίτι του. Η μητέρα του όμως αρνήθηκε να τη δεχτεί: «Γίνε πρώτα κανονική μουσουλμάνα κι ύστερα έλα». Η κοπέλα φιλοξενήθηκε σε κάποιο φιλικό μουσουλμανικό σπίτι και δυο μέρες μετά, συνοδευόμενη από τον χότζα του χωριού, κάποιο ακόμα αξιοσέβαστο πρόσωπο και μία Αράβισσα, πήγε στο Καρασούλι (το σημερινό Πολύκαστρο), για να πάρει το τρένο για τη Θεσσαλονίκη, όπου θα γινόταν επίσημα ο εξισλαμισμός της.
Η μητέρα της, που την αναζητούσε, συμπτωματικά, είχε πάρει από τη Γευγελή το ίδιο τρένο, για να πάει στη Θεσσαλονίκη και να ζητήσει τη συνδρομή του μητροπολίτη. (Το στοιχείο αυτό κρίθηκε σημαντικό, γιατί έδειχνε τις θρησκευτικές πεποιθήσεις της μητέρας, που ανήκε στο Πατριαρχείο και όχι στη βουλγαρική εξαρχία, κι εξηγούσε γιατί τη συνέδραμαν τόσο οι χριστιανοί, όπως θα δούμε πιο κάτω). Η Στεφάνα ήταν ντυμένη με μουσουλμανική φορεσιά και είχε καλυμμένο το πρόσωπο. Η μητέρα την αναγνώρισε. Κάθισε μαζί με την κόρη της και σε όλη τη διαδρομή προσπαθούσε, μιλώντας της στη γλώσσα τους, τα βουλγαρικά, να της αλλάξει γνώμη, αλλά μάταια. Η Στεφάνα όχι απλώς ήταν αμετάπειστη, αλλά ήδη είχε αλλάξει το όνομά της σε Αϊσέ.

Είναι εντυπωσιακά πολλές οι λεπτομέρειες που έχουν παραδοθεί στην Ιστορία για ένα ασήμαντο πρόσωπο, μία κοπέλα από το Μπογκντάντσι, που θέλησε να εξισλαμιστεί. Τα απρόβλεπτα γεγονότα, που πυροδοτήθηκαν από την απαγωγή της και τη μετάβασή της στη Θεσσαλονίκη, είχαν τεράστιες επιπτώσεις στην πολιτική σκηνή, ώστε πάμπολλα στοιχεία σώζονται σε καταθέσεις μαρτύρων, σε αλληλογραφία και εκθέσεις διπλωματών κλπ.

%cf%83%ce%b9%ce%b4%ce%b5%cf%81%ce%bf%ce%b4%cf%81%ce%bf%ce%bc%ce%b9%ce%ba%cf%8c%cf%82-%cf%83%cf%84%ce%b1%ce%b8%ce%bc%cf%8c%cf%82

Ο παλιός σιδηροδρομικός σταθμός της Θεσσαλονίκης.

Η αρπαγή της Στεφάνας από τους χριστιανούς
Στις 5 το απόγευμα μπήκε το τρένο στον σταθμό της Θεσσαλονίκης. Κατά την αποβίβαση δημιουργήθηκε ένταση και οχλαγωγία. Η μητέρα τραβολογούσε την κόρη της, ενώ με φωνές και κλάματα καλούσε τους χριστιανούς να τη συντρέξουν. Λόγω της γιορτής του αγίου Γεωργίου και του Εντερλέζι, τα καφενεία ήταν γεμάτα και στην περιοχή υπήρχε πολύς κόσμος που έκανε περίπατο. Η φασαρία τράβηξε την προσοχή τους και σιγά σιγά άρχισαν να συμμετέχουν.

Το καφενείο του σιδηροδρομικού σταθμού της Θεσσαλονίκης στα τέλη του 19ου αιώνα.

Τρεις ζαπτιέδες έσπευσαν να βοηθήσουν τη νέα (ίσως να τους το ζήτησε η ίδια), ενώ οι σιδηροδρομικοί υπάλληλοι, με επικεφαλής τον δεκαοχτάχρονο Γεώργιο Άββοτ, καθώς και αρκετοί από τους παρευρισκόμενους, πήραν το μέρος της μητέρας. Αγανακτισμένοι από τον επικείμενο εξισλαμισμό, κάποιοι χριστιανοί τράβηξαν κι έσκισαν τη μαντίλα της Στεφάνας και, παρ’ όλες τις αντιδράσεις της, την πήραν κοντά τους.

Μουσουλμάνες της Θεσσαλονίκης.

Οι ζαπτιέδες την απόσπασαν από τους χριστιανούς και ξεκίνησαν για το Κονάκι (το Διοικητήριο) ακολουθούμενοι από ένα πλήθος εκατό ανθρώπων, που όλο μεγάλωνε. Δεν πρόφτασαν να κάνουν παρά μερικά βήματα. Οι χριστιανοί ξαναπήραν με το ζόρι την κοπέλα.
Συμπτωματικά εκεί κοντά βρισκόταν η άμαξα του υποπρόξενου των ΗΠΑ στη Θεσσαλονίκη, του Περικλή Χατζηλαζάρου, ο οποίος βρισκόταν σε επαγγελματικό ταξίδι στα Βοδενά (Έδεσσα) και θα έφτανε με το ίδιο τρένο, αν δεν εμποδιζόταν από κάποια αδιαθεσία. Συμπτωματικά ο Χατζηλαζάρου δεν τηλεγράφησε στους δικούς του ότι θα καθυστερήσει η επάνοδός του, αλλά η Μαρία, τηλεγράφησε από έναν ενδιάμεσο σταθμό του ταξιδιού σε φίλους στη Θεσσαλονίκη ζητώντας βοήθεια.
Οι χριστιανοί επιβίβασαν τη Στεφάνα και τη μητέρα της στην άμαξα, ύστερα από υπόδειξη του Γεώργιου Άββοτ, ο οποίος έδωσε εντολή στον αμαξά να κατευθυνθεί στο υποπροξενείο, που ήταν και κατοικία της οικογένειας Χατζηλαζάρου. Ο αμαξάς δεν είχε λόγο να μην τον υπακούσει, γιατί ήταν γνωστό ότι ο νέος ήταν φίλος της οικογένειας.

Το αμερικάνικο υποπροξενείο της Θεσσαλονίκης, το 1876.
Βρισκόταν στην Εγνατία, στη συνοικία του Αγίου Αθανασίου, που ήταν η μία από τις δύο πιο πλούσιες χριστιανικές συνοικίες.

Ο υποπρόξενος των ΗΠΑ, οι δύο πρόξενοι και τα υπόλοιπα πρόσωπα
Όπως είπαμε, υποπρόξενος των ΗΠΑ στη Θεσσαλονίκη ήταν ο ελληνικής καταγωγής και ρωσικής υπηκοότητας Περικλής Χατζηλαζάρου. Είχε οικογενειακούς δεσμούς με τους πρόξενους Ζιλ Μουλέν και Ερρίκο Άββοτ. Ο Μουλέν ήταν πρόξενος της Γαλλίας και ο Άββοτ πρόξενος της Γερμανίας. Ο Άββοτ ήταν βρετανός υπήκοος, χριστιανός ορθόδοξος και μισός Έλληνας από την πλευρά της μητέρας του. Η σύζυγός του ήταν Ελληνίδα, το γένος Καραθεοδωρή. Η μία από τις αδελφές του είχε παντρευτεί τον Μουλέν. Η άλλη αδελφή του είχε παντρευτεί τον εξάδελφο του Χατζηλαζάρου –Περικλής και αυτός– που ζούσε στον Βόλο.

οι δύο πρόξενοι

Ο Ερρίκος Άββοτ και ο Ζιλ Μουλέν.

Ο Γεώργιος Άββοτ, που ήταν παρών στο επεισόδιο του σταθμού κι επιβίβασε τη Στεφάνα στην άμαξα, ήταν εξάδελφος του Ερρίκου Άββοτ και η αδελφή του ήταν γκουβερνάντα του παιδιού του Χατζηλαζάρου, το οποίο ήταν ορφανό από μητέρα.
Όταν η Στεφάνα και η μητέρα της έφτασαν στο υποπροξενείο, η οικογένεια είχε βγει περίπατο, για να θαυμάσει τον εορταστικό στολισμό της πόλης. Πρώτη επέστρεψε η μητέρα, Χρυσάνθη Χατζηλαζάρου, η οποία πληροφορήθηκε από τον αμαξά την περιπέτεια και επιφυλάχθηκε ν’ απαντήσει αν θα δοθεί καταφύγιο στις δύο γυναίκες, προτού συμβουλευτεί τον γιο της Νικόλαο, μια που ο Περικλής απουσίαζε εκτός πόλης. Η Μαρία έπεσε στα πόδια της και της είπε ότι η κόρη της είχε απαχθεί από μουσουλμάνους που ήθελαν να την εξισλαμίσουν με τη βία.

Στο μεταξύ οι χριστιανοί έκαναν συγκέντρωση και αποφάσισαν να μην παραδώσουν τη νέα στις αρχές, για ν’ αποφύγουν τον εξισλαμισμό της. Ο Άββοτ και η αδελφή του (η σύζυγος του Ζιλ Μουλέν) που ήταν κατά το ήμισυ Έλληνες και χριστιανοί ορθόδοξοι, υποστήριξαν αυτή την άποψη. Σημειωτέον ότι όλοι πίστευαν πως η νέα ήταν ανήλικη. Αργότερα, όταν στο δικαστήριο της ζήτησαν ν’ αποκαλύψει το πρόσωπό της, διαπιστώθηκε ότι η Στεφάνα ήταν 22 ή 23 χρόνων, άρα ενήλικη και ελεύθερη να κάνει ό,τι επιθυμούσε.

Ο Νικόλαος παραχώρησε φιλοξενία «για ανθρωπιστικούς λόγους», όπως ειπώθηκε αργότερα, και με τον όρο ότι θα μείνουν μόνο για τη νύχτα και το πρωί θα φύγουν. Η φιλοξενία παρατάθηκε.

Η Χρυσάνθη Χατζηλαζάρου, μέλος της Φιλοπτώχου Αδελφότητας Γυναικών Θεσσαλονίκης και πρώτη πρόεδρος, πίστευε ότι κρύβοντας την κοπέλα, θα καθυστερούσε ή θα ματαίωνε τον εξισλαμισμό της. Της ίδιας άποψης ήταν και ο Νικόλαος, χωρίς κανείς από τους δύο να μπορεί να μαντέψει τι θα επακολουθούσε.

Οι δύο γυναίκες έφυγαν μετά το φαγητό και αφού τις επισκέφθηκε ένας ιερέας, ο οποίος δεν κατάφερε να μεταπείσει τη Στεφάνα. Ο Νικόλαος τις φυγάδευσε από ένα πορτάκι, που έβγαινε στην αυλή του Αγίου Χαράλαμπου, όπου τις περίμεναν δύο άνθρωποι για να τις οδηγήσουν σε κάποιο φιλικό του σπίτι στον Φραγκομαχαλά. Το σπίτι ανήκε στον έμπορο Ιωάννη Αυγερινό, ελληνικής καταγωγής και αυστριακής υπηκοότητας. Οι άνθρωποι του σπιτιού, που δεν γνώριζαν τι είχε συμβεί, τις περιποιήθηκαν χωρίς να μπορέσουν ν’ ανταλλάξουν κουβέντα μαζί τους, γιατί δεν γνώριζαν ούτε βουλγάρικα ούτε τούρκικα.

Αριστερά το σπίτι του προξένου της Γερμανίας Ερρίκου Άββοτ και δεξιά το σπίτι του προξένου της Γαλλίας Ζιλ Μουλέν. Από γαλλικό περιοδικό που έγραψε για τα γεγονότα του 1876.

Η αντίδραση των μουσουλμάνων της Θεσσαλονίκης
Το περιστατικό του σταθμού μαθεύτηκε αμέσως σε ολόκληρη την πόλη. Η επίθεση των χριστιανών κατά των αστυνομικών οργάνων, η προκλητική αρπαγή της νέας σε δημόσιο χώρο, το τράβηγμα της μαντίλας και του φερετζέ, που θεωρούταν ιδιαιτέρως μεγάλη προσβολή, δημιούργησαν αναταραχή στους μουσουλμάνους. Το Ιντερέ Μετζλισί, δηλαδή το Νομαρχιακό Συμβούλιο (ή Μεγάλο Συμβούλιο του Βιλαετίου, όπως το αναφέρει ο Βακαλόπουλος) έριξε λάδι στη φωτιά. Τη νύχτα 5 προς 6 Μαΐου, κατά διαταγή του μουφτή Ιμπράμ μπεη, του γραμματέα του μολά και του παρέδρου Εμίν εφέντη, έκαναν και οι μουσουλμάνοι συγκέντρωση και αποφάσισαν να πάρουν πίσω τη νέα με κάθε τρόπο.

Το 1876 το καινούργιο Κονάκι δεν είχε χτιστεί ακόμα. Αυτή είναι από τις ελάχιστες απεικονίσεις του παλιού Κονακιού. Από γαλλικό περιοδικό που έγραψε για τα γεγονότα του 1876.

Το πρωί συγκεντρώθηκαν έξω από το Κονάκι, έδρα της οθωμανικής διοίκησης, εκατό περίπου μουσουλμάνοι και απαιτούσαν να παραδώσουν οι χριστιανοί την κοπέλα.
Ο βαλής, Μεχμέτ Ρεφέτ πασάς, έστειλε δύο ανθρώπους του στο υποπροξενείο, για να πάρουν τη Στεφάνα. Η μητέρα Χατζηλαζάρου τους διαβεβαίωσε ότι η κοπέλα ναι μεν φιλοξενήθηκε εκεί, αλλά έφυγε και αγνοεί πού βρίσκεται. Την ίδια απάντηση έδωσε και ο Νικόλαος, ο οποίος, όμως, αμέσως μετά πήγε στον Φραγκομαχαλά.

Ο βαλής Μεχμέτ Ρεφέτ πασάς

Ο βαλής βγήκε στο παράθυρο και ζήτησε από τους συγκεντρωμένους να διαλυθούν. Το ίδιο ζήτησε και ο διευθυντής της αστυνομίας Σελίμ μπέης. Τους συμβούλεψε μάλιστα να εκλέξουν μια επιτροπή που θα παρακολουθούσε από κοντά τα μέτρα που θα έπαιρνε ο βαλής. Συστήθηκε η επιτροπή, το πλήθος όμως όχι μόνον δεν διαλύθηκε, αλλά γινόταν ολοένα πιο πολυάριθμο κι επιθετικό.

Σαατλί τζαμί.jpg

Το τζαμί του Σελίμ πασά, γνωστό ως Σαατλί τζαμί, δηλαδή το τζαμί με το ρολόι.

Στο Σαατλί τζαμί
Λεπτό με το λεπτό τα αίματα άναβαν επικίνδυνα. Το πλήθος που ήταν συγκεντρωμένο έξω από το Κονάκι μετακινήθηκε στο Σαατλί τζαμί. Στους δρόμους έτρεχαν ντελάληδες καλώντας τους πιστούς να κλείσουν τα μαγαζιά τους και να κατευθυνθούν στο Σαατλί τζαμί.
Ο βαλής έστειλε δύναμη αντρών στον Φραγκομαχαλά, για να αποτρέψει πιθανή επίθεση του όχλου. Θέλησε να πάει ο ίδιος στο Σαατλί τζαμί, αλλά το Μεγάλο Συμβούλιο τον εμπόδισε.
Στην αυλή του τζαμιού υψώθηκε η πράσινη σημαία, σύμβολο του ιερού πολέμου κατά των άπιστων.
Πλήθος εξαγριωμένων μουσουλμάνων από την πόλη και τα περίχωρα ενώθηκε με τους συγκεντρωμένους στο Σαατλί τζαμί, με απειλητικές διαθέσεις να επιτεθούν στο προξενείο και στον Φραγκομαχαλά, για να πάρουν πίσω την κοπέλα ή για να πάρουν εκδίκηση.

Το Σαατλί τζαμί σε ακριβή απεικόνιση από γαλλικό περιοδικό, που έγραψε για τα γεγονότα του 1876.

Αναταραχές και οργή
Στη δεκαετία του 1870 η παντοδυναμία της οθωμανικής αυτοκρατορίας κλονιζόταν. Οι μουσουλμάνοι ζούσαν σε ανασφάλεια και αυτό τους έκανε ιδιαίτερα επιθετικούς κατά των υπόδουλων λαών. Επιπλέον ήταν εξοργισμένοι με τις μεταρρυθμίσεις, γιατί, με τα δικαιώματα που τους παραχωρούνταν, οι χριστιανοί έπαιρναν αέρα. Η οργή κατά του χριστιανικού πληθυσμού περιλάμβανε την ευρωπαϊκή παροικία και τους εκπροσώπους της. Τα κυβερνητικά όργανα έκαναν τα στραβά μάτια στον γενικό εξοπλισμό των μουσουλμάνων, γιατί θεωρούσαν πως έτσι ανακτούσαν δύναμη. Ο φανατισμός κόχλαζε και χριστιανοί της Θεσσαλονίκης ζούσαν κάτω από διαρκή φόβο.
Τον Ιανουάριο του 1876 κυκλοφορούσαν φήμες ότι οι μουσουλμάνοι της Θεσσαλονίκης ετοιμάζονταν να ξεσηκωθούν και να αιματοκυλήσουν τους χριστιανούς της πόλης. Τότε ο πρόξενος της Γαλλίας Ζιλ Μουλέν κατόρθωσε να πείσει τον βαλή να πάρει μέτρα ασφαλείας και η συνωμοσία ναυάγησε. Όμως το βαρύ κι εχθρικό κλίμα εξακολουθούσε να υπάρχει. Μια ασήμαντη αφορμή αρκούσε για να οδηγήσει σε αναταραχή. Αν δεν συνέβαινε το περιστατικό του σταθμού, κάτι άλλο θα παρουσιαζόταν και η αναταραχή θα ήταν αναπόφευκτη.

Οι δύο πρόξενοι αιχμαλωτίζονται και δολοφονούνται
Ο Ζιλ Μουλέν και ο Ερρίκος Άββοτ αποφάσισαν να κάνουν διάβημα στον βαλή και να του ζητήσουν να καταστείλει τον όχλο, ώστε να αποφευχθεί το μετά βεβαιότητος προβλεπόμενο αιματοκύλισμα των χριστιανών. Προηγουμένως είχαν επιχειρήσει να εντοπίσουν τη Στεφάνα, για να την παραδώσουν στους μουσουλμάνους, αλλά η μητέρα Χατζηλαζάρου και ο Νικόλαος επέμεναν ότι δεν γνώριζαν πού βρίσκεται.
Πώς ανέλαβαν την πρωτοβουλία ενός τέτοιου διαβήματος, και γιατί πήγαν χωρίς προστασία στο επίκεντρο των ταραχών, αποτελεί ένα αναπάντητο ερώτημα.
Όταν οι δύο πρόξενοι έφτασαν στο Κονάκι, κάποιοι μουσουλμάνοι τους αναγνώρισαν και τους παρέσυραν στο Σαατλί τζαμί λέγοντάς τους ότι μέσα βρίσκεται ο βαλής. Ο βαλής όμως βρισκόταν στο Κονάκι και μόλις πληροφορήθηκε την παρουσία των δύο προξένων στο τζαμί, αναστατώθηκε. «Αμάν, ποιος τους έφερε αυτούς εδώ;». Χωρίς καθυστέρηση έτρεξε στο τζαμί. Πέρασε με δυσκολία ανάμεσα από το αγριεμένο πλήθος, που εκείνη την ώρα ούτε βαλή λογάριαζε ούτε κανέναν, και πήγε στο δωμάτιο που κρατούνταν – στο δεύτερο πάτωμα ενός κτίσματος δίπλα στο κυρίως κτίριο του τζαμιού. Εκεί βρίσκονταν αποκλεισμένα και κάποια μέλη του Μεγάλου Συμβουλίου. Ο βαλής διαπίστωσε με φρίκη ότι δεν μπορούσε να περιμένει καμία ένοπλη δύναμη για να διαλύσει το πλήθος. Οι δύο πρόξενοι δεν έμελλε να βγουν ζωντανοί από την αιχμαλωσία.
Σε λίγο ο Άββοτ έστελνε στον αδερφό του Αλφρέδο ένα σημείωμα: «Μας κρατούν αιχμαλώτους. Στείλτε το κορίτσι στις Αρχές, γιατί αυτή είναι η τελευταία μας ευκαιρία». Οι απαγωγείς έδιναν διορία δύο ώρες για να παραδοθεί το κορίτσι, αλλιώς θα τους σκότωναν.
Ο Αλφρέδος Άββοτ προσπαθούσε σαν τρελός να βρει τη Στεφάνα, για να σώσει τον αδερφό του. Πήγε στο σπίτι της οικογένειας Χατζηλαζάρου, εξήγησε την κατάσταση, έδειξε το σημείωμα κι επιτέλους η μητέρα αποκάλυψε ότι η νέα βρισκόταν στο σπίτι του Ιωάννη Αυγερινού. Ο Αλφρέδος έτρεξε στον Φραγκομαχαλά, βρήκε τη νέα και, συνοδευόμενος από κάποια πρόσωπα, την πήρε για να την παρουσιάσει στο τζαμί. Δεν πρόφτασε.

Η σφαγή των προξένων. Στην ένθετη εικόνα ο Γάλλος πρόξενος Ζιλ Μουλέν. Από το Le Journal Illustré, Μάιος 1876.

Ο μαινόμενος όχλος ξεκόλλησε τα κάγκελα των παραθύρων, όρμησε στον χώρο που κρατούνταν οι πρόξενοι και τους σκότωσε χτυπώντας τους ασταμάτητα με ρόπαλα και σίδερα από τα κάγκελα, μπροστά στα έντρομα μάτια του βαλή και του Συμβουλίου. Τα πτώματα σύρθηκαν στην αυλή του τζαμιού και αφέθηκαν εκεί, ενώ οι μουσουλμάνοι έξω από τον περίβολο συναγωνίζονταν στην προσβολή και το φτύσιμο. Κάποιοι αφαίρεσαν ρολόγια, αλυσίδες και πορτοφόλια.
Το έγκλημα πέρασε στην ιστορία με την ονομασία «η σφαγή των προξένων».

Η σορός του Γάλλου προξένου Ζιλ Μουλέν.

Σφαγή προξένων φανταστική γκραβούρα

Ο ευρωπαϊκός τύπος δημοσίευε φανταστικές απεικονίσεις του τραγικού γεγονότος, φιλοτεχνώντας ένα ανατολίτικο σκηνικό με μιναρέδες, κουμπέδες, αραβικές επιγραφές και θάλασσα, όπως σ’ αυτή την γκραβούρα, που παρουσιάζει το Σαατλί τζαμί παραθαλάσσιο. Οι ακριβείς απεικονίσεις ήταν σπάνιες.

Η Στεφάνα εμφανίζεται
Το αίμα είχε κάνει τον όχλο ασυγκράτητο. Άρχισε να κινείται με άγριες διαθέσεις κατά των χριστιανικών συνοικιών κι ετοιμαζόταν να κάψει τον Φραγκομαχαλά. Τότε εμφανίστηκε η Στεφάνα. Το πλήθος την παρέλαβε και την οδήγησε στο Κονάκι.

Οι μεγάλες δυνάμεις και ο εξευτελισμός της οθωμανικής αυτοκρατορίας
Οι συνέπειες της απαγωγής της Στεφάνας είχαν ξεφύγει πέρα από κάθε πρόβλεψη κι ακόμα τίποτα δεν είχε τελειώσει. Ο βαλής καθαιρέθηκε. Το ίδιο και ο διευθυντής της αστυνομίας. Αυτό βέβαια δεν ήταν αρκετό. Η είδηση του φόνου των προξένων είχε μαθευτεί αμέσως στην Ευρώπη και είχε προκαλέσει σάλο.
Στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης κατέπλευσαν τέσσερα τουρκικά πολεμικά πλοία, οκτώ των ξένων δυνάμεων (Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Ρωσία) καθώς και δύο ελληνικά. Σκοπός τους ήταν να προλάβουν την εξάπλωση των ταραχών και να επιβάλουν την τάξη. Η παρουσία των ελληνικών πλοίων Σαλαμίνα και Γεώργιος Α΄ ευχαρίστησε τον ελληνικό πληθυσμό, γιατί αντιπροσωπεύτηκε η Ελλάδα σαν δύναμη μπροστά στην οθωμανική αυτοκρατορία, στην πράξη όμως δεν σήμαινε τίποτα, γιατί οι μεγάλες δυνάμεις παραμέριζαν την Ελλάδα και την εξαιρούσαν από όλα τα ευρωπαϊκά μυστικοσυμβούλια για τα ζητήματα της Ανατολής.
Τα ευρωπαϊκά πλοία δεν απέδωσαν τιμές στη σημαία του σουλτάνου κι έστρεψαν τα κανόνια τους προς την Άνω Πόλη, όπου κατοικούσαν οι μουσουλμάνοι. Στην πόλη αποβιβάστηκε στρατός.
Η αγορά έκλεισε, τα πνεύματα ήταν ερεθισμένα, οι χριστιανοί φοβόνταν ότι θα γίνουν ταραχές, γιατί πληροφορούνταν ότι μουσουλμάνοι από τα περίχωρα συνέρρεαν στην πόλη.
Οι επικεφαλής ναύαρχοι απαίτησαν ικανοποίηση από τον σουλτάνο και ο Αβδούλ Ασίζ αναγκαστικά την παραχώρησε με μία σειρά από πράξεις που χαρακτηρίστηκαν εξευτελιστικές για την οθωμανική αυτοκρατορία (υποστολή οθωμανικής σημαίας, απόδοση τιμών στις σημαίες της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Γερμανίας, απόδοση τιμών στις σορούς των δύο προξένων, καταβολή αποζημίωσης στις οικογένειές τους). Ο σουλτάνος καθαιρέθηκε του αξιώματός του ως υπεύθυνος για τον εξευτελισμό.

Γάλλοι και Γερμανοί απεσταλμένοι για τη διαλεύκανση του εγκλήματος, μεταφέρονται με μαυροντυμένες λέμβους και αποβιβάζονται στο λιμάνι. Από L’Univers Illustré, 1876

Συλλήψεις και καταδίκες
Και ενώ οι παράτες της ενθρόνισης του νέου σουλτάνου Μουράτ Ε΄ (ο οποίος κράτησε το αξίωμά του για λίγες μόνο εβδομάδες) αποφόρτιζαν προσωρινά το κλίμα, στις 13 Μαΐου η τουρκική αστυνομία συνέλαβε και παρέδωσε στη δικαιοσύνη ένα συνονθύλευμα ανθρώπων και επαγγελμάτων (Τούρκοι, Βόσνιοι, Αρβανίτες, υπηρέτες, σκλάβοι, έμποροι, οικοδόμοι, οπλουργοί, ένας καφετζής, ένας ξυλουργός, ένας κουρέας, ένας χασάπης, ένας χαμάλης κλπ.). Τριάντα πέντε άτομα.
Κρατήθηκαν στην τουρκική ναυαρχίδα Σελιμιέ, όπου ανακρίθηκαν και δικάστηκαν στις 15 Μαΐου με συνοπτικές διαδικασίες, παρουσία εκπροσώπων των ξένων δυνάμεων. Έξι από αυτούς –και όχι κατ’ ανάγκην οι πραγματικοί αυτουργοί– κρίθηκαν ένοχοι και καταδικάστηκαν σε θάνατο με απαγχονισμό.

Οι ξένες δυνάμεις και οι εφημερίδες δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένες με αυτές τις συλλήψεις. Οι κατηγορούμενοι ανήκαν σε κατώτερα κοινωνικά στρώματα και δεν ήταν παρά φανατισμένοι αυτουργοί. Οι πραγματικοί υπαίτιοι, οι υποκινητές της αναταραχής που οδήγησε στο τραγικό γεγονός, ήταν πρόσωπα με χρήμα και ισχύ. Στις 15 Μαΐου η αστυνομία συνέλαβε άλλα δεκαέξι άτομα.

Λεπτομέρεια από σκίτσο της γαλλικής σατιρικής εφημερίδας Le Charivari, 1876.

Κρεμάλες στην προκυμαία
Η εκτέλεση των καταδικασμένων έγινε στις 16 Μαΐου 1876 το απόγευμα, στην προκυμαία – πιθανόν στο ύψος της σημερινής πλατείας Ελευθερίας. Νωρίς το πρωί είχαν στηθεί οι κρεμάλες. Πλήθος κόσμου είχε σκαρφαλώσει στις στέγες ή είχε στριμωχτεί στα παράθυρα και στους εξώστες των γύρω κτιρίων για να δει το αποτρόπαιο θέαμα. Οι τουρκικές αρχές παρακολουθούσαν από έναν εξώστη και οι ξένες δυνάμεις από τις λέμβους, που είχαν πλησιάσει την προκυμαία.
Οι καταδικασμένοι αποβιβάστηκαν από δύο πλοιάρια της τουρκικής ναυαρχίδας Σελιμιέ. Τους έβγαλαν τις αλυσίδες και τους έδωσαν νερό για το τελετουργικό πλύσιμο. Οι δήμιοι, τσιγγάνοι και Αλβανοί, έκαναν τις τελευταίες ετοιμασίες. Ο πρώτος καταδικασμένος, ένας Άραβας, πλησίασε με μεγάλα βήματα το ικρίωμα, ανέβηκε στην καρέκλα (δανεική από κάποιο γειτονικό καφενείο) και αφού πέρασε μόνος του τη θηλιά στον λαιμό του, κλότσησε την καρέκλα. Ο λόγος ήταν ότι δεν ήθελε να μολυνθεί από το άγγιγμα του Αλβανού δήμιου. Οι άλλοι πέντε έδειχναν επίσης ανυπόμονοι να πεθάνουν, τόσο που βοηθούσαν τους δήμιους. Ο θάνατός τους ήταν βασανιστικός. Σφάδαζαν για αρκετά λεπτά μετά το τράβηγμα του σκοινιού.

Τιμωρία ενόχων

Γκραβούρα από το Le Monde Illustré που απεικονίζει τον απαγχονισμό των καταδικασμένων για τον φόνο των προξένων. Ένας από αυτούς ήταν κάποιος γιγαντόσωμος μαύρος χαμάλης. Η γυναίκα του, που παρακολουθούσε την εκτέλεση, έβαλε τα χέρια της στο στήθος και φώναξε «Ασκ ολσούν», που θα πει «Σου άξιζε».
Στην προκυμαία είχαν στηθεί εννέα κρεμάλες, παρ’ όλο που οι καταδικασμένοι ήταν έξι. Οι εφεδρικές κρεμάλες ήταν συνηθισμένη πρακτική.

Μεταξύ των ξένων αξιωματικών ήταν και ο Πιερ Λοτί, που σημείωσε στο ημερολόγιό του:
[…] Η κυβέρνηση του σουλτάνου δεν είχε σκοτιστεί να φτιάξει σωστά τις κρεμάλες. Ήταν τόσο χαμηλές, που τα γυμνά πόδια των καταδίκων ακουμπούσαν κάτω και τα νύχια τους έξυναν το χώμα. Μόλις ολοκληρώθηκε η εκτέλεση, οι στρατιώτες έφυγαν και οι νεκροί έμειναν εκτεθειμένοι στα μάτια του λαού […] μέχρι να πέσει το σκοτάδι

Οι άλλες καταδίκες
Εκτός των έξι που καταδικάστηκαν σε θάνατο, τιμωρήθηκαν και οι περισσότεροι από τους κατηγορούμενους με ποινές φυλάκισης και καταναγκαστικών έργων. Ανάμεσά τους ήταν κι ένα εντεκάχρονο αγόρι, που κατηγορήθηκε ότι έκλεψε το ρολόι από το πτώμα του Ερρίκου Άββοτ και καταδικάστηκε σε μαστίγωση.
Ο Ιμπράμ μπέης, μέλος του Μεγάλου Συμβουλίου, κατηγορήθηκε για υποκίνηση των ταραχών, αλλά ήταν πρόσωπο αξιοσέβαστο και αφέθηκε ελεύθερος, αφού έδωσε τον λόγο του ότι παραμένει στη διάθεση της δικαιοσύνης.

Οι κηδείες των προξένων
Η Πύλη διαβεβαίωσε τους πρεσβευτές των ξένων δυνάμεων ότι οι κηδείες των δύο προξένων θα γίνονταν με επισημότητα και μεγαλοπρέπεια. Όμως οι τελετές διαρκώς αναβάλλονταν. Ο λόγος ήταν ότι οι οθωμανοί δεν διέθεταν αρκετές δυνάμεις ώστε να εγγυηθούν αφ’ ενός τη μεγαλοπρέπεια και αφ’ ετέρου την ασφάλεια.
Αφού έγιναν οι συλλήψεις, οι καταδίκες και οι εκτελέσεις, οι κηδείες ορίστηκαν για τις 19 Μαΐου. Σημειωτέον ότι όλο αυτό το διάστημα οι σωροί των προξένων βρίσκονταν στις οικίες τους.
Οι κηδείες έγιναν με μεγάλη λαμπρότητα και ήταν παρόντες όλοι οι επίσημοι.

Αριστερά σκηνή από την νεκρώσιμη ακολουθία του Ζιλ Μουλέν και δεξιά του Ερρίκου Άββοτ. Λεπτομέρειες μεγαλύτερης εικόνας από το Le Monde Illustré.

Η σωρός του Ζιλ Μουλέν μεταφέρθηκε στην καθολική εκκλησία για τη νεκρώσιμη ακολουθία και κατόπιν στη γαλλική ναυαρχίδα. Η σωρός του Άββοτ μεταφέρθηκε στη μητρόπολη.
Ο Ζιλ Μουλέν τάφηκε στο νεκροταφείο του Μονπαρνάς και ο Ερρίκος Άββοτ στην Ευαγγελίστρια.

Ο δρόμος δίπλα στο Διοικητήριο, που συνδέει την Αγίου Δημητρίου με την Κασσάνδρου, εκεί που άλλοτε ήταν το Σαατλί τζαμί, ονομάστηκε προς τιμήν τους οδός Προξένων.

Ο Εμίν εφέντης
Ο πρόξενος της Μεγάλης Βρετανίας Μπλαντ είχε σοβαρές υποψίες ότι ο Εμίν εφέντης, ο πάρεδρος του Μεγάλου Συμβουλίου, βρισκόταν πίσω από την απαγωγή της Στεφάνας και το ταξίδι της στη Θεσσαλονίκη, αλλά δεν μπορούσε να το αποδείξει. Το όνομα του Εμίν αναφέρθηκε σε διάφορες φάσεις των γεγονότων που οδήγησαν στην τραγωδία. Οι εφημερίδες τον κατηγόρησαν ότι απήγαγε τη Στεφάνα, για να την πάρει στο χαρέμι του, και όταν είδε το σχέδιό του να αποτυγχάνει, λόγω του επεισοδίου στον σταθμό της Θεσσαλονίκης, υποκίνησε τους μουσουλμάνους να ξεσηκωθούν.
Ο Βαχάν εφέντης, ένας από τους δικαστές στη ναυαρχίδα Σελιμιέ και επιφορτισμένος με τις ανακρίσεις στο χωριό της Στεφάνας, υποψιαζόταν και αυτός τον Εμίν εφέντη. Στη διάρκεια των ανακρίσεων προσπαθούσε να αποσπάσει από τους χωρικούς κάποια πληροφορία ότι τον είχαν δει ή έστω ότι είχαν ακούσει το όνομά του. Κανείς δεν μιλούσε λες και είχαν κάνει συνωμοσία σιωπής. Μόνον ένας χωρικός είπε ότι δεν τον είχε δει ποτέ, αλλά όμως τον είχε ακουστά, γιατί ο Εμίν εφέντης ήταν ο διαχειριστής ενός περιβολιού κοντά στο χωριό. Έτσι ο Βαχάν εφέντης κατόρθωσε να τον συνδέσει με το Μπογκντάντσι και να τον ανακρίνει. Ο Εμίν παραδέχτηκε ότι ναι μεν ήταν στο ίδιο τρένο με τη Στεφάνα, αλλά ούτε την είδε ούτε την άκουσε ούτε γνώριζε τίποτα για το επεισόδιο του σταθμού.
Δεν έγινε πιστευτός και καταδικάστηκε σε τρία χρόνια εξορία στην Τρίπολη της Αφρικής.


Πολλές πληροφορίες αντλήθηκαν από τη μονογραφία του Απόστολου Ε. Βακαλόπουλου «Τα δραματικά γεγονότα της Θεσσαλονίκης κατά το Μάιο 1876 και οι επιδράσεις τους στο Ανατολικό Ζήτημα», που δημοσιεύτηκε στα Μακεδονικά
και από την εργασία του Μπέρκε Τορούνογλου (Berke Torunoglou) «Murder in Salonica 1876: A tale of apostasy turned into an international crisis», 2009.


Σχολιάστε