«Από το 1914 ως το 1924, κι ακόμα πιο πέρα, πήραν να καταφθάνουν μεμονωμένα ή σε μικρές ομάδες στην αρχή, κοπαδιαστά και άτακτα αργότερα, με αραμπάδες, ζώα, βάρκες, καΐκια, βαπόρια, ακόμα και με τα πόδια, σε χάλι κακό, βρωμισμένοι μα αποκαθαρμένοι, λουσμένοι μες στο αίμα τους, από τις ελληνικές πατρίδες της Ανατολής, την Ελλάδα μάλλον της Ανατολής, χιλιάδες των χιλιάδων κυνηγημένοι, ληστεμένοι, βιασμένοι, απορφανισμένοι άνθρωποί μας, αναζητώντας μια νέα γωνιά μες στην ελεύθερη πατρίδα. Υπήρξαν, βέβαια, κι εκείνοι που έφτασαν σχετικώς άνετα είτε γιατί είχαν τον τρόπο, είτε γιατί ήταν κατατοπισμένοι και προβλεπτικοί, είτε γιατί στάθηκαν τυχεροί είτε και γιατί τα είχαν καλά με τον Τούρκο».
Γιώργος Ιωάννου, «Η παρέλαση των προσφύγων» από το βιβλίο Το δικό μας αίμα.
